Sunday, April 29, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (5-γ)

Οταν ο Γιώργης της τη ρώτησε αν πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει ένα ταξίδι ως την Εφεσσο, πέταξε από τη χαρά της. Οχι, καθόλου δεν θα ενοχλούνταν το παιδί- μήπως δα είναι μακριά; είπε φωναχτά και μέσα της: καιρός ν’ αλλάξεις τον αέρα σου, αφέντη μου, μπας και σου φύγουν τα σεκλέτια. Διότι, η αναποδιά του, αναποδιά.
Γιατί στην Εφεσσο; Τον ρώτησε. Για να δουν τ’ αρχαία, της απάντησε, αλλά όχι μόνο. Μαζί τους θα ερχόταν ο Μουσταφά Εβράν. –Ο συνεταίρος του Χρηστάκη; «Ακριβώς». -Εκδρομή μ’ έναν αλλόθρησκο; Εμπορος είναι, θα πήγαινε οπουδήποτε και με τον διάβολο ακόμη (φτου- φτου- φτου). Πολίτες μιας αυτοκρατορίας- μωσαϊκού. Μακάρι να ήταν κι εδώ Ελλάδα, αλλά δεν είναι. Επομένως, πρέπει να δρουν αναλόγως. Κι έπειτα, ο Μουσταφά είναι τόσο καλός άνθρωπος. Πώς να τον κακοκαρδίσει και να μην πάει μαζί του στο τάμα του;
-Τάμα;
-Να πάει στο Σπίτι της Παναγιάς.
-Στο Μεριέμ- Ανέ; Κρυπτοχριστιανός;
-Δεν είναι. Ο γιος του έκλεισε τα τρία και κουβέντα δεν έχει πει. Σαν να ήπιε αμίλητο νερό, το παιδί.


Αδύνατον να δεχτεί η Φικρέτ χανούμ να ταξιδέψει με άλλον άντρα πλην του συζύγου της. Φώναζε κι έκλαιγε και παρακαλούσε για χωριστές άμαξες. Στη μια οι γυναίκες, λοιπόν, (η Αφεδρία, η μητέρα της Μαρία, η Φικρέτ, η αδελφή της Εσάτ και η δική τους μητέρα, Σααντέτ) στην άλλη οι άντρες (ο Γιώργης, ο Χρηστάκης, ο Μουσταφά-μπέης). Ο Εκρέμ πήγε με τη μάνα του, που ποτέ δεν αποχωριζόταν. Είχε όμορφα, τεράστια μάτια, με μακριές βλεφαρίδες και τρυφερά μάγουλα, για φιλιά και χάδια. Μ’ αυτά του τα προσόντα, και με το μεγάλο του χαμόγελο, κέρδισε με την πρώτη την εύνοια των γυναικών.
Αν και κατακαλόκαιρο, η εύφορη γη της Ιωνίας ήταν γεμάτη δροσερά μποστάνια- πράσινες οάσεις ανάμεσα στα θερισμένα χωράφια. Μπουκάλι να φυτέψεις, μπουκαλιά θα φυτρώσει, έλεγε στις ξένες η κυρία Μαρία σχολιάζοντας το χώμα που καρποφορούσε ασταμάτητα. Στην αρχή ο Εκρέμ κοιτούσε από το παράθυρο αχόρταγα, μετά, το κούνημα της άμαξας τον νανούρισε κι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Η Αφερδία ήξερε καλά τα τούρκικα, καθώς έπαιζε παιδί με συνομήλικές της Τουρκαλίτσες μέχρι που εκείνες φόραγαν τον φερετζέ και παύανε να τριγυρίζουνε στους δρόμους. Ξεκίνησε λοιπόν τη συζήτηση με τα δυο κορίτσια, ενόσω η μητέρα της κι η Σααντέτ συνέχιζαν να πλέκουν και ν’ αναστενάζουν. Οι κοπέλες, παντρεμένες πολύ περισσότερο καιρό απ’ την ίδια, γνώριζαν πώς να αντιμετωπίζουν καταστάσεις, γκρίνιες, παραλογισμούς, πώς να εκτονώνουν καταστάσεις. Δεν φοβόταν το κουτσομπολιό, γιατί δεν είχαν καθόλου κοινούς γνωστούς. Ετσι, τους άνοιξε την καρδιά της, για τη φλογερή αρχή του γάμου της και το κατοπινό του θάμπωμα.
Την έπεισαν πως η ζωή ενός ζευγαριού έχει πιο πολύ καλές παρά δύσκολες στιγμές κι ότι αυτό που τώρα της φαινόταν βουνό, θα το συνήθιζε πολύ σύντομα. Αδύνατον, βέβαια, να τις πιστέψει... Σε προσέχει; Της είπαν. Σου καλομιλάει; Ενδιαφέρεται για σένα; Ζηλεύει; Χάνει το κέφι του άμα λείπεις; Ε, μια χαρά θα πάνε όλα –κι όταν κακοκεφιάζει; «Υπόμενε» -Και όταν με μαλώνει; «Ανάμενε». –Τι; «Να το ξεχάσει. Γελαστός άνθρωπος και κιμπάρης είναι. Τη μπουκιά να βγάλει από το στόμα του να σου τη δώσει. Μη τον φοβάσαι.»

Monday, April 23, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (5-β)

Λευκό, με σχέδια από μαβί, σικλαμέν και φούξια. Μυτερό ντεκολτέ , κάπως τολμηρό (καλύτερα ν’ αποκαλύπτεις στη νιότη σου, παρά στα γεράματα) ντραπέ κοντό μανίκι. Το είχε αγοράσει στο Παρίσι, για ειδική περίσταση. Γάμο, μεγάλο πανηγύρι, επίσημη επίσκεψη, χορό σημαντικό. Δεν είχε προλάβει να το φορέσει, μονάχα το καμάρωνε στη ντουλάπα της. Και να, τώρα, που δεν της έκανε.
«Ούτε να φανταστείς, μπορείς, πόσο γρήγορα κυλάει ο καιρός» της έλεγαν οι μεγαλύτερες. «Να μη στενοχωριέσαι* του χρόνου θα έχεις επανέλθει». Μέσα τους, πάντως, την εύρισκαν πολύ αδύνατη, σαν κακοζωισμένη ή κακόφαγη. Ελπιζαν πως οι εγκυμοσύνες και τα χρόνια θα φέρναν αλλαγές προς το καλύτερο. Μονάχα η φίλη της η Σταματία Πουλάκη στάθηκε ειλικρινής: ποτέ δεν επανέρχεται το σώμα σου εντελώς, της είπε. Βαραίνει το στήθος, τονίζεται η μέση, στρογγυλεύεις, γενικώς. Και λοιπόν; Ξέρεις να μην τους αρέσουμε;
Η Σταματία είχε απτές αποδείξεις για το ενδιαφέρον του συζύγου της. Δεν σταμάτησε, και μετά την έλευση του διαδόχου, να την πολιορκεί, παρότι εκείνη δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγκυος στο δεύτερο, έδινε συμβουλές στην Αφεδρία κάθε φορά που εκείνη την επισκεπτόταν στον Τσεσμέ («αχ! Μη τον λες έτσι! Κρήνη!) Κρήνη από εδώ, κρήνη από εκεί, ανάμεσα σε κρήνες πέρναγε η ζωή της. Ολοχρονίς στην Κρήνη απ’ τη μικρασιατική ακτή. Τα καλοκαίρια στην Παναγιά την Κρήνα, στη Χιό. Κοντά στα Σκλαβιά, όπου οι Γενουάτες είχαν κάποτε τα αρχοντικά τους, ήταν ο πύργος όπου παραθέριζαν. Το όνομα της εκκλησίας έβγαινε ίσως από αυτούς (crina θα πει λόφος στη γλώσσα τους) ίσως από τα κρίνα που αφθονούσαν στην περιοχή, ίσως κι από τη βρύση που δρόσιζε ολοχρονίς πουλιά, ζωντανά και ανθρώπους. Θα ‘ρθει μαζί τους φέτος;
Δέκα μέρες πριν από της Παναγίας, νηστεύοντας αλλά χωρίς να φορά μαύρα όπως συνήθιζαν στο σπίτι της ως τον Δεκαπενταύγουστο, η Αφεδρία πήγε στης φιλενάδας της να την αποχαιρετίσει. Φορούσε γαλαζωπό λινό φόρεμα με κίτρινα λουλούδια κι αχνοπράσινα φύλλα και όχι το πολυπόθητο του Παρισιού. Σαν την προσκάλεσαν στο νησί, άρχισε να κλαίει. Δεν θα την άφηνε ο άντρας της, νιόπαντρη κι έγκυο, ήταν σίγουρη. Το Μαριγάκι, η Ερωφύλη, αδελφές της Σταματίας, κι ιδίως ο μικρός Αντώνης διώξαν πολύ γρήγορα τα δάκρυα. Χαριτωμένο, ζωντανό, καλόβολο, γλυκό παιδί, την διασκέδαζε. «Μακάρι να είναι και το δικό μου έτσι» αναλογίστηκε με άγχος, «να μη ζητά». Τρόμαξε. Ευτυχώς, δεν το είχε ξεστομίσει.

Tuesday, April 10, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (5-α)

Συνεχίζουμε με τον νέο τίτλο και με διαφορετική αρίθμηση. Δηλαδή, θα μπαίνει το κεφάλαιο (στην περίπτωσή μας το 5ο) και το μέρος του κεφαλαίου (εδώ το πρώτο).


Πολύ είχε στενοχωρεθεί η Αφεδρία με το γεγονός. Ενα ολόκληρο, πανάκριβο, υπέροχο, σπάνιο σερβίτσιο από πορσελάνη των Σεβρών, θρύψαλα. Ενεννήντα κομμάτια. Για την ακρίβεια, 88. Είχαν σωθεί ένα φλυτζανάκι από τα 12 κι ένα πιατάκι. Ο Γιώργης απαίτησε να πίνει εκεί τον καφέ του κάθε, μα κάθε πρωί, και δεν έκανε πίσω. «Κοίτα να μη σου σπάσει» φώναζε στις δούλες όπως και στη γυναίκα του. Δες εμμονή!
Εμμονή όμως είχε και η Αφεδρία. Λες να είναι γρουσουζιά; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τις φίλες της. Στο τέλος την έπεισαν πως μαζί με τα πιατικά «έσπασε» και η κακοτυχία και ησύχασε. Αλλά τι να περιμένει κανείς, στα δρίματα;
Αρχές Αυγούστου, και συγκεκριμένα τις έξι πρώτες μέρες, κανείς δεν άγγιζε νερό, ιδίως ζεστό, σε ολόκληρη τη Μικρασία. Ηταν τα δρίματα και κινδύνευες να παρουσιάσεις μόνιμες λευκές κηλίδες- εκτός κι αν ήτανε νερό βροχής, σπάνιο έτσι κι αλλιώς λόγω εποχής. Δεν κολυμπούσαν, δεν έπλεναν, δεν πλένονταν, δεν καθάριζαν τα σπίτια. Ακόμα και αυτό, πάντως, δεν σε απάλλασσε από τη γρουσουζιά που κυκλοφορούσε, θαρρείς, στον αέρα, στην ατμόσφαιρα.
Ο Γιώργης έβαλε τις φωνές ακούγοντας τις σκέψεις της. Προλήψεις και δεισιδαιμονίες, έκανε, σιγά να μη βρωμίσουμε με τέτοιες αηδίες. Ετσι μας τα αφήσαν οι παλιότεροι, του είπε, για να εισπράξει την απάντηση πως οι παλιότεροι είναι παρελθόν και οι δοξασίες μύθοι οι οποίοι απέχουν πολύ απ’ την αλήθεια. Από πού κι ως πού, δηλαδή, το καθαρότερο στοιχείο της φύσης, μπορούσε να φέρει κακή τύχη; Και γενικώς, δεν θα έπλεναν ολόκληρη βδομάδα ούτε χέρια ούτε πόδια, μέσα στο κατακαλόκαιρο, για μιαν ανοησία;
Παρά τη μεγάλη της ευφράδεια, κατάπιε τη γλώσσα της. Θα βάλει τα κλάματα, να του δείξει αυτή. Προσπαθούσε, πλην εις μάτην. Τα μάτια της δεν την υπάκουαν. Ας κάνει πως ενοχλείται το μωρό, καλύτερα. Επιανε και ξανάπιανε την κοιλιά, στριφογυρνούσε στη θέση της. Ούτε μ’ αυτό πέτυχε κάτι. Δεν μπορούσε να χωνέψει την αδιαφορία και την κακοκεφιά του. Μήτε τον είχε ξαναδεί ως τώρα έτσι ανάποδο. «Ιησούς Χριστός νικά, κι όλα τα κακά σκορπά» είπε τρεις φορές μέσα της. Τίποτα δεν άλλαξε. Λες να είχε παντρευτεί τζαναμπέτη;

Sunday, April 01, 2007

Δεν είναι πρωταπριλιάτικο

Νομίζω ότι βρήκα τίτλο! Μέχρι να τον βρω, άκουσα τις εξής προτάσεις:
-«Φλόγες άλφα» από την Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού
-«Τα μάτια σου στα μάτια μου», από τον Παύλο, φίλο που δεν είναι μπλόγκερ
-«Επανάσταση σημαίνει ν' αγαπάς» από τη Νέλλυ Νέζη
-«Γλυκόπικρα ταξίδια» και πάλι από το Νελλάκι.

Μου άρεσαν όλοι, αλλά μια μέρα, καθώς σκεφτόμουν πώς θα τελειώσει όλο αυτό το μυθιστόρημα, μου ήρθε στο νου ένας τίτλος που περιέγραφε ακριβώς όλα όσα έχω στο νου μου:

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες

τον υιοθετώ μέχρις... αποδείξεως του εναντίου.

Καλό μήνα


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια