Οπως και αν λέγεσαι (2)
Δεύτερο και τελευταίο μέρος του πρώτου κεφαλαίου. Να δω τις παρατηρήσεις σας και μετά να ανεβάσω όλο το κεφάλαιο με διορθώσεις. Να είστε καλά, όλοι. Ευχαριστώ.
Για το Σουφλί δεν υπήρχε μεγαλύτερη γιορτή απ’ τ’ Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα. Ούτε το Πάσχα, ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε του Αϊ Γιώργη. Ακόμα και τον πολιούχο Αγιο Αθανάσιο δεν τον γιόρταζαν με περισσότερη μεγαλοπρέπεια. Δοσοληψίες μιας ολόκληρης χρονιάς διευθετούνταν οριστικά στις 24 του Ιούνη. Απ’ το πρωί μέχρι και νωρίς το απόγευμα, οι έμποροι πλήρωναν τα χρέη τους σ’ άλλους εμπόρους, ξεκαθάριζαν λογαριασμούς, έκλειναν διαφορές και κιτάπια. Ακολουθούσε η εξόφληση των παραγωγών, που με τη σειρά τους, το βραδάκι, εξοφλούσαν τους εργάτες κι εκείνοι τους προμηθευτές, τον μυλωνά, τον μπακάλη, τον φούρναρη. Μέχρι κι οι γυρολόγοι έρχονταν στην πόλη να εισπράξουν. Υπήρχε μπέσα, δεν χρειάζονταν τεφτέρια ή λογαριασμοί. Το περίσσευμα έμπαινε στο κομπόδεμα ή- κάποια μεταλλίκια- κυλούσε στα λαρύγγια μεταμορφωμένο σε κρασί.
Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης αγόραζε τοις μετρητοίς, δεν άφηνε εκκρεμότητες, ωστόσο του Αϊ Γιάννη έκανε κι αυτός τους τελικούς λογαριασμούς, απ’ τη διαφορά στο ζύγι. Δεν είχε και πολλά να πληρώνει στον Κωνσταντή. Κάθισε ωστόσο ώρες στο μαγαζί με τα λευκά και υπόλευκα κουκούλια μεταξιού, πίνοντας τσάι, τρώγοντας ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, συζητώντας με τον φίλο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές πριν παντρευτεί ο Σουφλιώτης, που τον φιλοξενούσαν στη Σμύρνη. Τότε οι δυο τους ξημερώνονταν να λεν και να λεν, όνειρα της νιότης ολόφωτα.
Στο ενδιάμεσο ο Κωνσταντής έκανε οικογένεια, παιδιά. Τον Θανασάκη, τον Χαράλαμπο, τον Φωτεινό, την Ολγα. Αρκεί να ξανασμίξουνε, ωστόσο, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους, σαν να μη χώρισαν ποτέ. Δυο χρόνια πριν, που πλημμύρισαν οι μορεώνες από ασταμάτητες βροχές, ξεχείλισε ο Εβρος, γονατίσαν οικονομικά, ο Γιώργης έσπευσε να του δώσει όσα χρήματα χρειάστηκε, χωρίς να δεχτεί τόκο. Δεν ήταν φίλοι, αδέρφια ήταν. Και τώρα, να που μαθαίνει για τον ξαφνικό του γάμο. Τελευταία φορά που συναντήθηκαν ήταν του Ευαγγελισμού. Πότε πρόλαβε μέσα σε τρεις μήνες να ερωτευθεί (τρελά, όπως του ομολόγησε) να γίνει το προξενιό, να καρποφορήσει, ν’ αρραβωνιαστεί, να παντρευτεί; «Παραλείψαμε κάμποσα», είπε ο Γιώργης και σώπασε. Το βράδυ, θα τα πουν οι δυο τους καλύτερα, πώς να κάνεις κουβέντα με τόσους ανθρώπους γύρω σου; «Δεν θα μείνω, βιάζομαι» άκουσε τον Σμυρνιό να λέει και σιγουρεύτηκε: τρελός έρωτας, αλήθεια.
Να πάνε όμως πριν στους κουγιουμτζήδες, να της πάρει ένα κόσμημα, ένα βραχιόλι, ένα δαχτυλίδι, ένα περιδέραιο, κάτι να τη στολίζει- αν κι εκείνη λάμπει σαν χίλια πετράδια μαζί (τρελός!). Ο Κωνσταντής θυμήθηκε πως λίγες μέρες πριν, ο Αρτέμιος, ο γείτονας, τού πούλαγε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ρουμπίνια και σμαράγδια, κι άλλο, με χρυσά φύλλα, που είχε βρει σε έναν αρχαίο τάφο σκάβοντας. Αρνήθηκε και να τα δει. «Γρουσουζιά θα φέρουν κοσμήματα νεκρής». Πιο καλά να κοιτάξουν κάτι άλλο.
Πήραν μαζί τους και τον Θανασάκη που είχε γυρίσει απ’ το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του. Μα, το ένα το εύρισκαν λιανό, το άλλο χοντροφτιαγμένο, δεν αποφάσιζαν. Στον τελευταίο χρυσοχόο είδαν σχεδόν τη μισή πραμάτεια πριν αποφασίσουν ότι όχι, δεν θα αγόραζαν. Την κατάσταση έσωσε ο Θανάσης. «Θείε Γιώργη», είπε παίρνοντας στα χέρια μια ασημένια σκαλιστή πόρπη από αυτές που πρόσφεραν οι γαμπροί στις νύφες κατά τον γάμο, «πότε θα κάνεις κόρη να της τη δώσω;» Ευτυχώς, γέλασε κι ο μαγαζάτορας κι ας μην ψώνισαν.
(τέλος κεφαλαίου)
Για το Σουφλί δεν υπήρχε μεγαλύτερη γιορτή απ’ τ’ Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα. Ούτε το Πάσχα, ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε του Αϊ Γιώργη. Ακόμα και τον πολιούχο Αγιο Αθανάσιο δεν τον γιόρταζαν με περισσότερη μεγαλοπρέπεια. Δοσοληψίες μιας ολόκληρης χρονιάς διευθετούνταν οριστικά στις 24 του Ιούνη. Απ’ το πρωί μέχρι και νωρίς το απόγευμα, οι έμποροι πλήρωναν τα χρέη τους σ’ άλλους εμπόρους, ξεκαθάριζαν λογαριασμούς, έκλειναν διαφορές και κιτάπια. Ακολουθούσε η εξόφληση των παραγωγών, που με τη σειρά τους, το βραδάκι, εξοφλούσαν τους εργάτες κι εκείνοι τους προμηθευτές, τον μυλωνά, τον μπακάλη, τον φούρναρη. Μέχρι κι οι γυρολόγοι έρχονταν στην πόλη να εισπράξουν. Υπήρχε μπέσα, δεν χρειάζονταν τεφτέρια ή λογαριασμοί. Το περίσσευμα έμπαινε στο κομπόδεμα ή- κάποια μεταλλίκια- κυλούσε στα λαρύγγια μεταμορφωμένο σε κρασί.
Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης αγόραζε τοις μετρητοίς, δεν άφηνε εκκρεμότητες, ωστόσο του Αϊ Γιάννη έκανε κι αυτός τους τελικούς λογαριασμούς, απ’ τη διαφορά στο ζύγι. Δεν είχε και πολλά να πληρώνει στον Κωνσταντή. Κάθισε ωστόσο ώρες στο μαγαζί με τα λευκά και υπόλευκα κουκούλια μεταξιού, πίνοντας τσάι, τρώγοντας ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, συζητώντας με τον φίλο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές πριν παντρευτεί ο Σουφλιώτης, που τον φιλοξενούσαν στη Σμύρνη. Τότε οι δυο τους ξημερώνονταν να λεν και να λεν, όνειρα της νιότης ολόφωτα.
Στο ενδιάμεσο ο Κωνσταντής έκανε οικογένεια, παιδιά. Τον Θανασάκη, τον Χαράλαμπο, τον Φωτεινό, την Ολγα. Αρκεί να ξανασμίξουνε, ωστόσο, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους, σαν να μη χώρισαν ποτέ. Δυο χρόνια πριν, που πλημμύρισαν οι μορεώνες από ασταμάτητες βροχές, ξεχείλισε ο Εβρος, γονατίσαν οικονομικά, ο Γιώργης έσπευσε να του δώσει όσα χρήματα χρειάστηκε, χωρίς να δεχτεί τόκο. Δεν ήταν φίλοι, αδέρφια ήταν. Και τώρα, να που μαθαίνει για τον ξαφνικό του γάμο. Τελευταία φορά που συναντήθηκαν ήταν του Ευαγγελισμού. Πότε πρόλαβε μέσα σε τρεις μήνες να ερωτευθεί (τρελά, όπως του ομολόγησε) να γίνει το προξενιό, να καρποφορήσει, ν’ αρραβωνιαστεί, να παντρευτεί; «Παραλείψαμε κάμποσα», είπε ο Γιώργης και σώπασε. Το βράδυ, θα τα πουν οι δυο τους καλύτερα, πώς να κάνεις κουβέντα με τόσους ανθρώπους γύρω σου; «Δεν θα μείνω, βιάζομαι» άκουσε τον Σμυρνιό να λέει και σιγουρεύτηκε: τρελός έρωτας, αλήθεια.
Να πάνε όμως πριν στους κουγιουμτζήδες, να της πάρει ένα κόσμημα, ένα βραχιόλι, ένα δαχτυλίδι, ένα περιδέραιο, κάτι να τη στολίζει- αν κι εκείνη λάμπει σαν χίλια πετράδια μαζί (τρελός!). Ο Κωνσταντής θυμήθηκε πως λίγες μέρες πριν, ο Αρτέμιος, ο γείτονας, τού πούλαγε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ρουμπίνια και σμαράγδια, κι άλλο, με χρυσά φύλλα, που είχε βρει σε έναν αρχαίο τάφο σκάβοντας. Αρνήθηκε και να τα δει. «Γρουσουζιά θα φέρουν κοσμήματα νεκρής». Πιο καλά να κοιτάξουν κάτι άλλο.
Πήραν μαζί τους και τον Θανασάκη που είχε γυρίσει απ’ το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του. Μα, το ένα το εύρισκαν λιανό, το άλλο χοντροφτιαγμένο, δεν αποφάσιζαν. Στον τελευταίο χρυσοχόο είδαν σχεδόν τη μισή πραμάτεια πριν αποφασίσουν ότι όχι, δεν θα αγόραζαν. Την κατάσταση έσωσε ο Θανάσης. «Θείε Γιώργη», είπε παίρνοντας στα χέρια μια ασημένια σκαλιστή πόρπη από αυτές που πρόσφεραν οι γαμπροί στις νύφες κατά τον γάμο, «πότε θα κάνεις κόρη να της τη δώσω;» Ευτυχώς, γέλασε κι ο μαγαζάτορας κι ας μην ψώνισαν.
(τέλος κεφαλαίου)