Thursday, November 30, 2006

Οπως και αν λέγεσαι (2)

Δεύτερο και τελευταίο μέρος του πρώτου κεφαλαίου. Να δω τις παρατηρήσεις σας και μετά να ανεβάσω όλο το κεφάλαιο με διορθώσεις. Να είστε καλά, όλοι. Ευχαριστώ.



Για το Σουφλί δεν υπήρχε μεγαλύτερη γιορτή απ’ τ’ Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα. Ούτε το Πάσχα, ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε του Αϊ Γιώργη. Ακόμα και τον πολιούχο Αγιο Αθανάσιο δεν τον γιόρταζαν με περισσότερη μεγαλοπρέπεια. Δοσοληψίες μιας ολόκληρης χρονιάς διευθετούνταν οριστικά στις 24 του Ιούνη. Απ’ το πρωί μέχρι και νωρίς το απόγευμα, οι έμποροι πλήρωναν τα χρέη τους σ’ άλλους εμπόρους, ξεκαθάριζαν λογαριασμούς, έκλειναν διαφορές και κιτάπια. Ακολουθούσε η εξόφληση των παραγωγών, που με τη σειρά τους, το βραδάκι, εξοφλούσαν τους εργάτες κι εκείνοι τους προμηθευτές, τον μυλωνά, τον μπακάλη, τον φούρναρη. Μέχρι κι οι γυρολόγοι έρχονταν στην πόλη να εισπράξουν. Υπήρχε μπέσα, δεν χρειάζονταν τεφτέρια ή λογαριασμοί. Το περίσσευμα έμπαινε στο κομπόδεμα ή- κάποια μεταλλίκια- κυλούσε στα λαρύγγια μεταμορφωμένο σε κρασί.
Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης αγόραζε τοις μετρητοίς, δεν άφηνε εκκρεμότητες, ωστόσο του Αϊ Γιάννη έκανε κι αυτός τους τελικούς λογαριασμούς, απ’ τη διαφορά στο ζύγι. Δεν είχε και πολλά να πληρώνει στον Κωνσταντή. Κάθισε ωστόσο ώρες στο μαγαζί με τα λευκά και υπόλευκα κουκούλια μεταξιού, πίνοντας τσάι, τρώγοντας ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, συζητώντας με τον φίλο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές πριν παντρευτεί ο Σουφλιώτης, που τον φιλοξενούσαν στη Σμύρνη. Τότε οι δυο τους ξημερώνονταν να λεν και να λεν, όνειρα της νιότης ολόφωτα.
Στο ενδιάμεσο ο Κωνσταντής έκανε οικογένεια, παιδιά. Τον Θανασάκη, τον Χαράλαμπο, τον Φωτεινό, την Ολγα. Αρκεί να ξανασμίξουνε, ωστόσο, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους, σαν να μη χώρισαν ποτέ. Δυο χρόνια πριν, που πλημμύρισαν οι μορεώνες από ασταμάτητες βροχές, ξεχείλισε ο Εβρος, γονατίσαν οικονομικά, ο Γιώργης έσπευσε να του δώσει όσα χρήματα χρειάστηκε, χωρίς να δεχτεί τόκο. Δεν ήταν φίλοι, αδέρφια ήταν. Και τώρα, να που μαθαίνει για τον ξαφνικό του γάμο. Τελευταία φορά που συναντήθηκαν ήταν του Ευαγγελισμού. Πότε πρόλαβε μέσα σε τρεις μήνες να ερωτευθεί (τρελά, όπως του ομολόγησε) να γίνει το προξενιό, να καρποφορήσει, ν’ αρραβωνιαστεί, να παντρευτεί; «Παραλείψαμε κάμποσα», είπε ο Γιώργης και σώπασε. Το βράδυ, θα τα πουν οι δυο τους καλύτερα, πώς να κάνεις κουβέντα με τόσους ανθρώπους γύρω σου; «Δεν θα μείνω, βιάζομαι» άκουσε τον Σμυρνιό να λέει και σιγουρεύτηκε: τρελός έρωτας, αλήθεια.
Να πάνε όμως πριν στους κουγιουμτζήδες, να της πάρει ένα κόσμημα, ένα βραχιόλι, ένα δαχτυλίδι, ένα περιδέραιο, κάτι να τη στολίζει- αν κι εκείνη λάμπει σαν χίλια πετράδια μαζί (τρελός!). Ο Κωνσταντής θυμήθηκε πως λίγες μέρες πριν, ο Αρτέμιος, ο γείτονας, τού πούλαγε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ρουμπίνια και σμαράγδια, κι άλλο, με χρυσά φύλλα, που είχε βρει σε έναν αρχαίο τάφο σκάβοντας. Αρνήθηκε και να τα δει. «Γρουσουζιά θα φέρουν κοσμήματα νεκρής». Πιο καλά να κοιτάξουν κάτι άλλο.
Πήραν μαζί τους και τον Θανασάκη που είχε γυρίσει απ’ το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του. Μα, το ένα το εύρισκαν λιανό, το άλλο χοντροφτιαγμένο, δεν αποφάσιζαν. Στον τελευταίο χρυσοχόο είδαν σχεδόν τη μισή πραμάτεια πριν αποφασίσουν ότι όχι, δεν θα αγόραζαν. Την κατάσταση έσωσε ο Θανάσης. «Θείε Γιώργη», είπε παίρνοντας στα χέρια μια ασημένια σκαλιστή πόρπη από αυτές που πρόσφεραν οι γαμπροί στις νύφες κατά τον γάμο, «πότε θα κάνεις κόρη να της τη δώσω;» Ευτυχώς, γέλασε κι ο μαγαζάτορας κι ας μην ψώνισαν.

(τέλος κεφαλαίου)

Friday, November 24, 2006

Οπως και αν λέγεσαι (1)



Χρειάζομαι έναν τίτλο (το «Οπως και αν λέγεσαι» είναι προσωρινό). Χρειάζομαι τις απόψεις, τις ιδέες, τις παρατηρήσεις σας. Χρειάζομαι φίλους να το μοιραστώ μαζί τους. Σας χρειάζομαι. Είναι το νέο μου μυθιστόρημα, που, βεβαίως, γράφεται ακόμη. Θα είστε εδώ;


01 Σουφλί


Συνάντησε το ξυπόλυτο τάγμα στη δημοσιά έξω απ’ το Σουφλί. Ετρεχαν κατά τους μπαχτσέδες με φωνές και σφυρίγματα. Επικεφαλής ο γιος του Κωνσταντή, ο οκτάχρονος Θανάσης. Παράξενο, να μην έχουν μαζί μπιστικούς. Στην πατρίδα του τ’ αγόρια δεν πηγαίναν ποτέ ασυνόδευτα. Το ποτάμι ξέβραζε συχνά κουφάρια παιδιών, αρσενικών πάντοτε, που είχαν ριφθεί στο παγερό νερό πνιγμένα. Οι Τούρκοι δεν παίρναν πια γενίτσαρους. Είχαν αλλάξει μεθόδους.
Αν ήταν σύμπτωση, θα έπρεπε να είναι διαβολική. Αλλά, δεν ήταν. Το κατάλαβαν όταν οι περισσότερες φαμίλιες θρήνησαν ένα τουλάχιστον παιδάκι νεκρό. Οι νεαροί βλαστοί των Ελλήνων θυσιάζονταν μήπως και φοβηθούν οι γεννήτορες, αφήσουν την Ιωνία, φύγουν. Μήπως λιγοστέψουν, τουλάχιστον. Ματαιοπονούσαν.
Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης σπιρούνισε το άλογό του, να βιαστεί. Είχαν αφήσει την Αδριανούπολη με το ξημέρωμα. Μόλις ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη από το Σελιμιγιέ τζαμί, πετάχτηκαν απ’ τα κρεβάτια τους, ήπιαν καυτό τσάι- ζεματίστηκαν σχεδόν απ’ τη βιασύνη τους- και έφυγαν για το Σουφλί. Ποτέ του δεν τη χόρτασε, ποτέ. Ομορφη. Ζαλιστική. Και άπιστη. Η πόλη των αντρειωμένων, των αντρών, η Αντριανούπολη, πρώτη πρωτεύουσα των Τούρκων. Εντίρνε. Με τους πιο ψηλούς μιναρέδες της αυτοκρατορίας, «σφραγίδα» του Μιμάρ Σινάν. Εκείνος την υπέταξε ολοκληρωτικά, άλλαξε το βυζαντινό της πρόσωπο, την πάντρεψε με το Ισλάμ. Εχτιζε, όρθωνε, γεφύρωνε. Πώς να μείνει ευχαριστημένος, που το ελληνικό του αίμα χτυπούσε στους κροτάφους του και φούσκωνε την τουρκεμένη ψυχή του;

Γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του καθώς ξεμάκραιναν τριποδίζοντας επάνω στο ψιλό καλντεριμάκι. Σ’ αυτή την πόλη είχε ξεκινήσει την αληθινή ζωή, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Φλεβάρης τότε, χιόνιζε ασταμάτητα, όλα κατάλευκα, χωρίς σημάδια. Τα πατήματα ανθρώπων κι αγριμιών σβήνονταν γρήγορα, σιωπή παντού, μονάχα τ’ άλογα ακούγονταν ν’ αγκομαχούν καλπάζοντας. Εξαιτίας του κακού καιρού, μα πιο πολύ λόγω του ότι ο πατέρας του, ο Νικολός εφέντης, και οι συνοδοί του είχαν περάσει τα σαράντα, το ταξίδι Σμύρνη- Ξάνθη έγινε με άμαξα. Θα έβλεπαν το εμπόρευμα και θα γυρνούσαν. Τσιγάρα βιομηχανοποιημένα. Μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Αθήνα, καλό χαρμάνι σε ψιλό- ψιλό χαρτί, σχεδόν διάφανο. Η Ξάνθη έκανε κι εκείνη δοκιμές κατασκευής του προϊόντος. Οποιος πρόφταινε, θα έπαιρνε την αντιπροσωπεία για τη Μικρασία. Εσπευσαν. Αχάραγα ξεκίνησαν απ’ την πατρίδα τους, αχάραγα από την Κωνσταντινούπολη. Τώρα όμως είχε νυχτώσει προ πολλού και φώτα πουθενά. Είχαν κουραστεί. Κρύωναν, πεινούσαν, νύσταζαν.
Δυστυχώς, νύσταζε κι ο αμαξάς. Δεν έφταιγε το πρωινό ξεκίνημα, δεν έφταιξε ούτε κι η νύχτα με τα ουρί του παραδείσου τόσο όσο το κονιάκ που έπινε συνέχεια «για να ζεσταίνεται». Κατά τους υπολογισμούς τους είχε από ώρα ξεπεράσει την οκά. Ολοένα και πιο συχνά, λοιπόν, το κεφάλι κρεμόταν στο στήθος του και τα ζωντανά παράδερναν χωρίς να αισθάνονται σφιγμένο χαλινάρι. Βράδαιναν διαρκώς, με κίνδυνο όσο περισσότερο έμεναν στον χιονιά, να δεχτούν επίθεση από λύκους ή από ληστές. Ηταν βέβαια και που τον έβλεπαν μικρό και δεν τον ήθελαν συνέχεια μαζί τους, ν’ ακούει για τα σχέδιά τους, πατριωτικά κι εμπορικά. Ετσι, σχεδόν δεν ολοκλήρωσε ο πατέρας του την προτροπή να πάει ο Γιώργης του να κάτσει πλάι στον αγωγιάτη, κι εκείνος είχε ήδη μετακινηθεί, χωρίς να χρειαστεί να σταματήσει η άμαξα, από το παράθυρο. Αστραπή.
Χιόνιζε και δεν είχε αστέρια. Το πηχτό σκοτάδι τον ευχαριστούσε. Φανταζόταν ότι κυβερνούσε ένα καραβάνι ολόκληρο, αυτός ήταν ο οδηγός, ο αρχηγός, στο όνομά του έπιναν νερό οι καμηλιέρηδες και οι βαστάζοι, στο σπαθί του ορκίζονταν οι άνδρες, με το μαύρο μουστάκι του οι γυναίκες κοκκίνιζαν. Υπερβολές, το παραδέχεται. Σπαθί δεν είχε, ούτε καν ντουφέκι- κάτι παλιοπίστολα μονάχα. Ο πατέρας του πρόσεχε πολύ τα όπλα του, τα καθάριζε, τα λάδωνε, τα γυάλιζε, τα έκρυβε. Μουστάκι θα είχε σύντομα, του φύτρωνε ήδη. Οι γυναίκες δεν τον κοιτούσαν ακόμη. Πάντως, να οδηγεί γνώριζε. Είχε μια σπάνια αίσθηση προσανατολισμού, άριστη μνήμη, γνώσεις ουράνιου θόλου εξαιρετικές. Ταλέντο.

Μαζί με την άμαξα έτρεχε κι ο νους του. Δεν είδε τους φρουρούς φτάνοντας έξω απ’ την Αδριανούπολη. Τράβηξε καθυστερημένα τα γκέμια για να κρατήσει τα άτια, η δύναμή του είχε τελικά άλλο αποτέλεσμα: τον έριξε κάτω. Κυλίστηκε στη λάσπη, μέσα στα ξεκαρδιστικά γέλια των αντρών- μάλιστα, και του πατέρα του. «Βράχηκες γιε μου;» τον ρώτησε με ενδιαφέρον αλλά και κάπως πειραχτικά. «Μη σε νοιάζει. Στον Πασχάλη θα σε στεγνώσουν μέχρι να πεις κύμινο.» Εκανε με μαεστρία τις διαπραγματεύσεις, πέρασαν παρότι είχε προχωρήσει η νύχτα, (του στοίχισε κάτι παραπάνω, και τι μ’ αυτό;) έφτασαν στο χάνι, βρήκαν δωμάτιο, μπήκε στη φωτιά κυνήγι και νερό. Ο χανιτζής έστειλε παραμέσα στην κόρη του. Ο Γιώργης είχε κουρνιάσει στο παραγώνι έτοιμος να κοιμηθεί όταν ο πατέρας του τον σκούντηξε μαλακά, «πήγαινε για λουτρό» τον έστειλε. Ατυχία. Είχε πλυθεί το προηγούμενο Σάββατο. Ητανε μόλις Πέμπτη. Ούρλιαζε και κλωτσούσε ό,τι εύρισκε στο διάβα του. Το ξανασκέφτηκε. Ποιος θα το καταλάβαινε αν έκανε πως μπήκε κι ύστερα το έσκαγε- ό,τι έκανε στο σπίτι μερικές φορές;
Ανοιξε την πόρτα. Το δωμάτιο θολό απ’ τους ατμούς. Μια χαρά θα μπει και θα βγει. «Κόπιασε αφέντη μου» ακούστηκε μια γλυκιά κοριτσίστικη φωνή. Πουθενά δεν θα πάει. Ούτε και μπάνιο θα κάνει, όμως. Δεν γδύνεται ο Γιώργης ο Τσακίρης μπροστά σε μια γυναίκα. Εσύ ήσουνα που το είπες; Τα όμορφα μάτια της, τα χέρια της, ο μεθυστικός της κόρφος, το κορμί της... Εμεινε όπως τον γέννησε η μάνα του και όταν τελείωσε το μπάνιο και μαζί η αποπλάνησή του από τη Δόμνα, μόνο στεναγμούς ευχαρίστησης έβγαζε. Πού να το ξέρει πως μπορεί ένα πλύσιμο να είναι τόσο απολαυστικό;

Μέσα σε μια νύχτα έγινε από παιδί ενήλικος. Δεκαπέντε μόλις χρονών έμαθε τις ηδονές των μεγάλων. Θα μάθαινε σύντομα περισσότερα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου κάθονταν οι άλλοι, είδε να βάζουν ντουφέκια σε ένα ξύλινο κιβώτιο και μετά να το κλείνουν. «Τα μέτρησες καλά;» ρώτησε κάποιος τον πατέρα του. «-Τα μέτρησα». «Παζάρια δεν έκανες!». «-Δεν παζαρεύω ποτέ τα όπλα και την τιμή της πατρίδας». Δόθηκε κατόπιν εντολή να σταλεί το κασόνι στη Σμύρνη, με τη δέουσα προσοχή. Το υπόδουλο γένος δεν σταματούσε να εξοπλίζεται, να αντιστέκεται, να ελπίζει. Κλείσε το στόμα, σβήστο κι απ’ τον νου αυτό που βλέπεις.
Η τρίτη μύηση ήταν στο εμπόριο. Πρώτη φορά τον άφησαν ν’ ακούει τις διαπραγματεύσεις με τους άλλους, του έδωσαν κιόλας το πρώτο μάθημα: ο έμπορος πρέπει να είναι ριψοκίνδυνος, να μαθαίνει τα πάντα γιατί ίσως του φανούν χρήσιμα, και να παίζει στα δάχτυλα τους ανταγωνιστές, σαν τη γάτα με το ποντίκι αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη θέση τους. Μαθήματα που όχι δεκαπέντε, εκατόν δεκαπέντε χρόνια να περάσουν, στο μυαλό του θα γυρίζουν.

(συνεχίζεται)


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια