Thursday, December 21, 2006

Οπως και αν λέγεσαι (4)

Αρχή του δευτέρου κεφαλαίου. Περιμένω, και πάλι, γνώμες.


02


Γεώργιος Τσακίρης του Νικολάου, έμπορος εκ Σμύρνης. Νικόλαος Τσακίρης του Μηνά, έμπορος εκ Σμύρνης. Μηνάς Τσακιράκης του Εμμανουήλ, κτηματίας εκ Μεγάλου Κάστρου Κρήτης.
Η πατρίδα του ήταν ασφαλέστερη, εντυπωσιακότερη, ευλαβέστερη. Τειχισμένη, με καλοχτισμένα οικοδομήματα και την «καρδιά» σφραγισμένη από ένα σταυρό, στη συμβολή των δύο κεντρικών αρτηριών. Το έλεγε και το τραγούδι: «Της Κρήτης τ’ ομορφότατο/ Κάστρο το φημισμένο/ απού στα πέρατα της γης/ κράζεται τιμημένο». Την εκτίμησε περισσότερο μετά, που την έχασε. Και μάλιστα μέσα σε ένα απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής. Το Μεγάλο Σάββατο ξημερώθηκε φυγάδας, Κυριακή της Λαμπρής ταξιδιώτης. Δευτέρα του Πάσχα ζήτησε και έλαβε προστασία από τον Αντρέα Βιτάκη, φίλο του πατέρα του στη Σμύρνη. Πολύ μακριά για να τον φτάσει το χέρι εκείνων που τον κυνηγούσαν, πολύ κοντά για να μη μπορεί να ξεχάσει το αγαπημένο του νησί.
Ισως να έφταιγε το αίμα των Κουράκηδων, που ήταν αψύ, ίσως ο χαρακτήρας ο δικός του. Η μάνα του έλεγε πως πάνω απ’ όλα έφταιγε που γεννήθηκε μαζί με την ελληνική επανάσταση- για την ακρίβεια με το άγγελμά της. Αλλά τι θα έλεγε στο κάτω- κάτω; Πως παραήτανε ατίθασα τα σόγια της; Λογιέται αμάρτημα η παλικαροσύνη;
Τέλη Ιουνίου του 1821. Εκανε ζέστη κι η Βανιώ Τσακιράκη είχε πονοκέφαλο. Καθόταν στην αυλή, επτά μηνών έγκυος μ’ ένα βρεγμένο πανί στους κροτάφους, Ούτε να πλέξει μπορούσε, ούτε να κεντήσει- την τύφλωνε ο πόνος της. Είχε τα πόδια στο φιλιατρό του πηγαδιού, να μην πρήζονται. Δεν ήτανε η πρώτη γέννα της, ούτε κι εκείνη ήτανε στην πρώτη νιότη. Είχε δει τριάντα χειμώνες και. Επτά παιδιά, απ’ τα δεκάξι της, πολλές ακόμη έγνοιες στο κεφάλι. Ο πλούτος του σπιτιού είναι η σύζυγος. Ο άντρας τα μαζεύει, τ’ αυγαταίνει, μα η γυναίκα τα φυλά, να μη λιγοστεύουν.
Δεν ήταν τόσο οι κανονιές που ακουστήκαν- μπορεί να έδιωχναν απ’ το λιμάνι κάποιο πλοίο. Τα τείχη του Μεγάλου Κούλε είχαν ειδικά ανοίγματα για τέτοιες περιπτώσεις, μόλις έκανε να διαβεί καράβι ανεπιθύμητο, του έριχναν να το τσακίσουν. Αλλοτε το πετύχαιναν, άλλοτε όχι. Δεν ήταν, λοιπόν, τα κανόνια. Πιο πολύ αυτό το απροσδιόριστο σούρσιμο το οποίο στα εξασκημένα αυτιά των Χριστιανών έφτανε σαν καμπάνα που σημαίνει κίνδυνο θανάσιμο. Εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι να φεύγουν στα τυφλά, να ξεφύγουν, να σωθούν, να κρυφτούν, ώσμε να ξεθυμάνει η οργή των Τούρκων. Λαχανιάσματα, αναφιλητά, κραυγές, ικεσίες.
Πετάχτηκε ορθή να μαζέψει τα παιδιά της. Ο καυτός αγέρας έφερνε τώρα οιμωγές, θρήνους, κοπετούς, σημάδι ότι είχε αρχίσει σφαγή. Φώναξε τα ονόματά τους, ύστερα το όνομα του άντρα της και του Χριστού- ως παντοκράτορα μεγαλοδύναμου. Σιγά- σιγά προβαίναν τα βλαστάρια της, όταν κάτι την έσπρωξε να βγει στο δρόμο. Ο πρωτότοκός της Ιωσήφ, που λίγο πιο νωρίς τον είχε στείλει στον πατέρα του, έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη σηκώνοντας σύννεφο σκόνης. Ξοπίσω του κι άλλοι αρκετοί. Στο βάθος οι διώκτες του: γύρω στους δέκα με γυμνωμένα γιαταγάνια. Ορμά ν’ αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά της «όχι μανούλα μου» της φώναξε αυτό και συνεχίζει το τρεχαλητό, να τους παρασύρει. Στέκεται καταμεσής στο δρόμο να τους καθυστερήσει όσο μπορεί, φτάνουν, απλώνουνε τα χέρια τους, την πιάνουν από τα μαλλιά και την τραβούν να κάνει πέρα. Μέσα απ’ την αυλόθυρα έξι παιδιά, τρεις υπηρέτριες, πέντε γερόντοι, ο Κουτσοθανάσης με το λειψό μυαλό, που τους κάνει θελήματα, ζώα, γεννήματα. Παλεύει λιονταρίσια, μα αισθάνεται έναν τρομερό πόνο στο υπογάστριο και διπλώνεται στα δυό. Γεννάει! Κλείνει τα μάτια. Αγιε Μηνά μου σώσε με, παρακαλεί. Δεν θα δει ποτέ το όγδοο παιδί της.
Ένα άλογο ακούγεται να καλπάζει μέσα στην ξαφνική σιγαλιά. Ο καβαλάρης, ορκίζονταν όλοι αργότερα, είχε χρυσό σπαθί, χρυσό φωτοστέφανο, χρυσά σαντάλια. Ηταν δεν ήτανε ο Αγιος Μηνάς, οι Τούρκοι το πίστεψαν, το έβαλαν στα πόδια με κραυγές μεγάλου τρόμου. Την ίδια εκείνη στιγμή ακούστηκε το κλάμα του βρέφους. Το βάφτισαν Μηνά.
Το νέο ότι η Ελλάδα είχε κάνει επανάσταση, που μεταδόθηκε στη Μεγαλόνησο από το πλοίο εκείνο στις 24 του Ιούνη, είχε φέρει τη σφαγή. Εγινε μια σφαγή ακόμη στο Μεγάλο Κάστρο, το 1826 κι άλλες αλλού. Στη συνέχεια τα πράγματα ηρέμησαν για λίγο. Ας κάναν στην Ελλάδα ότι θέλανε. Εδώ ήταν Κρήτη, οι Οθωμανοί δεν θα έφευγαν ποτέ, έλεγαν. Εφυγαν όταν ήρθαν οι Αιγύπτιοι- προσωρινά. Το 1841 επέστρεψαν. Ναι, δεν θα έφευγαν ποτέ.

(συνεχίζεται)

Sunday, December 10, 2006

Οπως και αν λέγεσαι (3)

Ελαβα υπόψιν τις παρατηρήσεις σας και έκανα αλλαγές. Συνεχίστε, όμως, να εκφράζετε απόψεις. Με ενδιαφέρουν πολύ και, συνήθως, τις λαμβάνω υπόψιν ή τις ενσωματώνω.
Η βοήθειά σας πολύτιμη. Ευχαριστώ θερμώς.


01
Συνάντησε το «τάγμα» των αγοριών στη δημοσιά έξω απ’ το Σουφλί. Έτρεχαν ξυπόλυτα προς τους μπαξέδες. Επικεφαλής ο γιος του Κωνσταντή, ο οκτάχρονος Θανάσης. Παράξενο, να μην έχουν μαζί μπιστικούς. Στην πατρίδα του τ’ αγόρια δεν πηγαίναν ποτέ ασυνόδευτα. Το ποτάμι ξέβραζε συχνά κουφάρια παιδιών, αρσενικών πάντοτε, που είχαν ριχτεί στο παγερό νερό πνιγμένα. Οι Τούρκοι δεν παίρναν πια γενίτσαρους. Είχαν αλλάξει μεθόδους.

Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης συνέχισε να καλπάζει, κάπως κουρασμένος πλέον. Είχαν αφήσει την Αδριανούπολη με το ξημέρωμα. Μόλις ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη από το Σελιμιγιέ τζαμί, πετάχτηκαν απ’ τα κρεβάτια τους, ήπιαν καυτό τσάι- ζεματίστηκαν σχεδόν απ’ τη βιασύνη τους- και ξεκίνησαν. Προς μεγάλη θλίψη του, την αποχαιρέτισε σύντομα αυτή τη φορά, την πόλη που ποτέ δεν χόρτασε. Ομορφη. Ζαλιστική. Και άπιστη. Εντιρνέ. Η πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών. Με τους πιο ψηλούς μιναρέδες της αυτοκρατορίας, «σφραγίδα» του Μιμάρ Σινάν. Εκείνος την υπέταξε ολοκληρωτικά, άλλαξε το βυζαντινό της πρόσωπο, την πάντρεψε με το Ισλάμ. Έχτιζε, όρθωνε, γεφύρωνε. Πώς να μείνει ευχαριστημένος, που το ελληνικό του αίμα χτυπούσε στους κροτάφους του και φούσκωνε την τουρκεμένη ψυχή του;

Γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του καθώς ξεμάκραιναν τριποδίζοντας επάνω στο ψιλό καλντερίμι. Θυμήθηκε την πρώτη του επίσκεψη, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Φεβρουάριος τότε, χιόνιζε ασταμάτητα, όλα κατάλευκα, χωρίς σημάδια. Τα πατήματα ανθρώπων κι αγριμιών σβήνονταν γρήγορα, σιωπή παντού, μονάχα τ’ άλογα ακούγονταν ν’ αγκομαχούν καλπάζοντας. Εξαιτίας του κακού καιρού, μα πιο πολύ λόγω του ότι ο πατέρας του, ο Νικολός εφέντης, και οι συνοδοί του είχαν περάσει τα σαράντα, το ταξίδι Σμύρνη- Ξάνθη έγινε με άμαξα. Θα έβλεπαν το εμπόρευμα και θα γυρνούσαν. Τσιγάρα, έτοιμα. Μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Αθήνα, καλό χαρμάνι σε ψιλό- ψιλό χαρτί, σχεδόν διάφανο. Η Ξάνθη έκανε κι εκείνη δοκιμές κατασκευής του προϊόντος. Οποιος πρόφταινε, θα έπαιρνε την αντιπροσωπεία για τη Μικρασία. Έσπευσαν. Αχάραγα ξεκίνησαν απ’ την πατρίδα τους, αχάραγα από την Κωνσταντινούπολη. Τώρα όμως είχε νυχτώσει προ πολλού και φώτα πουθενά. Είχαν κουραστεί. Κρύωναν, πεινούσαν, νύσταζαν.
Δυστυχώς, νύσταζε κι ο αμαξάς. Δεν έφταιγε το πρωινό ξεκίνημα, ούτε κι η νύχτα με τα ουρί του παραδείσου τόσο όσο το κονιάκ που έπινε συνέχεια «για να ζεσταίνεται». Κατά τους υπολογισμούς τους είχε από ώρα ξεπεράσει την οκά. Ολοένα και πιο συχνά, λοιπόν, το κεφάλι κρεμόταν στο στήθος του και τα ζωντανά παράδερναν χωρίς να αισθάνονται σφιγμένο χαλινάρι. Βράδαιναν διαρκώς, με κίνδυνο όσο περισσότερο έμεναν στον χιονιά, να δεχτούν επίθεση από λύκους ή από ληστές. Τον έστειλαν μπροστά, να επιβλέπει, για σιγουριά. Εν μέρει επειδή ήταν παιδί και δεν αισθανόταν τόσο το κρύο εν μέρει για να μην ακούει τα σχέδιά τους- πατριωτικά κι εμπορικά.
Δεν είχε αστέρια. Το πηχτό σκοτάδι τον ευχαριστούσε. Φανταζόταν ότι κυβερνούσε ένα καραβάνι ολόκληρο, αυτός ήταν ο οδηγός, ο αρχηγός, στο όνομά του έπιναν νερό οι καμηλιέρηδες και οι βαστάζοι, στο σπαθί του ορκίζονταν οι άνδρες, με το μαύρο μουστάκι του οι γυναίκες κοκκίνιζαν. Υπερβολές, το παραδέχεται. Σπαθί δεν είχε, ούτε καν ντουφέκι- κάτι παλιοπίστολα μονάχα. Ο πατέρας του πρόσεχε πολύ τα όπλα του, τα καθάριζε, τα λάδωνε, τα γυάλιζε, τα έκρυβε. Μουστάκι θα είχε σύντομα, του φύτρωνε ήδη. Οι γυναίκες δεν τον κοιτούσαν ακόμη. Πάντως, να οδηγεί γνώριζε. Είχε μια σπάνια αίσθηση προσανατολισμού, άριστη μνήμη, γνώσεις ουράνιου θόλου εξαιρετικές.
Μαζί με την άμαξα έτρεχε κι ο νους του. Δεν είδε τους φρουρούς φτάνοντας έξω απ’ την Αδριανούπολη. Τράβηξε καθυστερημένα τα γκέμια για να κρατήσει τα άτια, η δύναμή του είχε τελικά άλλο αποτέλεσμα: τον έριξε κάτω. Κυλίστηκε στη λάσπη, μέσα στα ξεκαρδιστικά γέλια των αντρών- μάλιστα, και του πατέρα του. «Βράχηκες γιε μου;» τον ρώτησε με ενδιαφέρον αλλά και κάπως πειραχτικά. «Μη σε νοιάζει. Στον Πασχάλη θα σε στεγνώσουν μέχρι να πεις κύμινο.» Έκανε με μαεστρία τις διαπραγματεύσεις, πέρασαν παρότι είχε προχωρήσει η νύχτα, (του στοίχισε κάτι παραπάνω, συνηθισμένα πράγματα) έφτασαν στο χάνι, βρήκαν δωμάτιο, μπήκε στη φωτιά κυνήγι και νερό. Ο Γιώργης είχε κουρνιάσει στο παραγώνι έτοιμος να κοιμηθεί όταν ο πατέρας του τον σκούντηξε μαλακά, «πήγαινε για λουτρό» τον έστειλε. Ατυχία. Είχε πλυθεί το προηγούμενο Σάββατο. Ήτανε μόλις Πέμπτη. Ούρλιαζε και κλωτσούσε ό,τι εύρισκε στο διάβα του. Το ξανασκέφτηκε. Ποιος θα το καταλάβαινε αν έκανε πως μπήκε κι ύστερα το έσκαγε- ό,τι έκανε στο σπίτι μερικές φορές;
Άνοιξε την πόρτα. Το δωμάτιο θολό απ’ τους ατμούς. Μια χαρά θα μπει και θα βγει. «Κόπιασε αφέντη μου» ακούστηκε απ’ τις δούλες. Πουθενά δεν θα πάει. Ούτε και μπάνιο θα κάνει, όμως. Δεν γδύνεται ο Γιώργης ο Τσακίρης μπροστά σε γυναίκες. Τραβούσε και αντιστεκόταν, τσίριζε, βλαστημούσε, όταν άνοιξε η πόρτα και μια κοριτσίστικη φωνή ρώτησε με ένταση, προσπαθώντας να σκεπάσει τις κραυγές του: «μα τι γίνεται εδώ;» Έμεινε άγαλμα, ενώ η κοπέλα κοκκίνισε βλέποντάς τον. Χώθηκε όπως- όπως στη μπανιέρα, να κρύψει το κορμί του και να σώσει την αξιοπρέπειά του. Η πόρτα έκλεισε με πάταγο. «Μα πώς της ήρθε της Δόμνας;» ρωτήθηκαν αναμεταξύ τους για την ξαφνική όσο και αναίτια είσοδο της κόρης του χανιτζή στο λουτρό.
Να το πει τιμωρία; Να το πει ανταμοιβή; Την αγάπησε. Την έβαλε στα όνειρά του.


Για το Σουφλί δεν υπήρχε μεγαλύτερη γιορτή απ’ τ’ Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα. Ούτε το Πάσχα, ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε του Αϊ Γιώργη. Ακόμα και τον πολιούχο Άγιο Αθανάσιο δεν τον γιόρταζαν με περισσότερη μεγαλοπρέπεια. Δοσοληψίες μιας ολόκληρης χρονιάς διευθετούνταν οριστικά στις 24 του Ιούνη. Απ’ το πρωί μέχρι και νωρίς το απόγευμα, οι έμποροι πλήρωναν τα χρέη τους σ’ άλλους εμπόρους, ξεκαθάριζαν λογαριασμούς, έκλειναν διαφορές και κιτάπια. Ακολουθούσε η εξόφληση των παραγωγών, που με τη σειρά τους, το βραδάκι, εξοφλούσαν τους εργάτες κι εκείνοι τους προμηθευτές, τον μυλωνά, τον μπακάλη, τον φούρναρη. Μέχρι κι οι γυρολόγοι έρχονταν στην πόλη να εισπράξουν. Υπήρχε μπέσα, δεν χρειάζονταν τεφτέρια ή λογαριασμοί. Το περίσσευμα έμπαινε στο κομπόδεμα ή- κάποια μεταλλίκια- κυλούσε στα λαρύγγια μεταμορφωμένο σε κρασί.

Ο κυρ Γιώργης Τσακίρης αγόραζε τοις μετρητοίς, δεν άφηνε εκκρεμότητες, ωστόσο του Αϊ Γιαννιού εξωφλούσε κι εκείνος. Δεν είχε και πολλά να πληρώνει στον Κωνσταντή, κάθισε ωστόσο ώρες στο μαγαζί με τα λευκά και υπόλευκα κουκούλια μεταξιού, πίνοντας τσάι, τρώγοντας ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, συζητώντας με τον φίλο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές πριν παντρευτεί ο Σουφλιώτης, που τον φιλοξενούσαν στη Σμύρνη. Τότε οι δυο τους ξημερώνονταν να λεν και να λεν, όνειρα της νιότης ολόφωτα.
Εν τω μεταξύ, ο Κωνσταντής έκανε οικογένεια, παιδιά. Τον Θανασάκη, τον Χαράλαμπο, τον Φωτεινό, την Όλγα. Αρκεί να ξανασμίξουνε, ωστόσο, για να συνεχίσουν την κουβέντα τους, σαν να μη χώρισαν ποτέ. Δυο χρόνια πριν, που πλημμύρισαν οι μορεώνες από ασταμάτητες βροχές, ξεχείλισε ο Έβρος, γονατίσαν οικονομικά, ο Γιώργης έσπευσε να του δώσει όσα χρήματα χρειάστηκε, χωρίς να δεχτεί τόκο. Δεν ήταν φίλοι, αδέρφια ήταν. Και τώρα, να που μαθαίνει για τον ξαφνικό του γάμο. Τελευταία φορά που συναντήθηκαν ήταν του Ευαγγελισμού. Πότε πρόλαβε μέσα σε τρεις μήνες να ερωτευθεί (τρελά, όπως του ομολόγησε) να γίνει το προξενιό, να καρποφορήσει, ν’ αρραβωνιαστεί, να παντρευτεί; «Παραλείψαμε κάμποσα», είπε ο Γιώργης και σώπασε. Το βράδυ, θα τα πουν οι δυο τους καλύτερα, πώς να κάνεις κουβέντα με τόσους ανθρώπους γύρω σου; «Δεν θα μείνω, βιάζομαι» άκουσε τον Σμυρνιό να λέει και σιγουρεύτηκε: τρελός έρωτας, αλήθεια.
Να πάνε όμως πριν στους κουγιουμτζήδες, να της πάρει ένα κόσμημα, ένα βραχιόλι, ένα δαχτυλίδι, ένα περιδέραιο, κάτι να τη στολίζει- αν κι εκείνη λάμπει σαν χίλια πετράδια μαζί (τρελός!). Ο Κωνσταντής θυμήθηκε πως λίγες μέρες πριν, ο Αρτέμιος, ο γείτονας, τού πούλαγε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ρουμπίνια και σμαράγδια, κι άλλο, με χρυσά φύλλα, που είχε βρει σε έναν αρχαίο τάφο, στο χωράφι του. Αρνήθηκε και να τα δει. «Γρουσουζιά θα φέρουν κοσμήματα νεκρής». Πιο καλά να κοιτάξουν κάτι άλλο.
Πήραν μαζί τους και τον Θανασάκη που είχε γυρίσει απ’ το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του. Μα, το ένα το εύρισκαν λιανό, το άλλο χοντροφτιαγμένο, δεν αποφάσιζαν. Στον τελευταίο χρυσοχόο είδαν σχεδόν τη μισή πραμάτεια πριν αποφασίσουν ότι όχι, δεν θα αγόραζαν. Την κατάσταση έσωσε ο Θανάσης. «Θείε Γιώργη», είπε παίρνοντας στα χέρια μια ασημένια σκαλιστή πόρπη από αυτές που πρόσφεραν οι γαμπροί στις νύφες κατά τον γάμο, «πότε θα κάνεις κόρη να της τη δώσω;» Ευτυχώς, γέλασε κι ο μαγαζάτορας κι ας μην ψώνισαν. Ο Γιώργης ευχήθηκε μέσα του να περίμενε πολύ το παιδί κι η Αφεδρία του να αράδιαζε γιους ώσπου να χορτάσει η περηφάνεια και η καρδιά του.


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια