Tuesday, January 30, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (8)

Τέλος του τρίτουθ κεφαλαίου. Θα συνεχίσουμε με το επόμενο.

Αύριο είναι η μέρα της πλύσης. Αν ο Γιώργης έρθει απόψε, θα τα πετύχει όλα: να κατασιγάσει τη λαχτάρα της γι’ αυτόν, την αγωνία για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, όπως και να στείλει για μπουγάδιασμα τα ρούχα που θα φέρει. Αχ, Αφεδρία, εσύ είσαι που σκέφτεσαι έτσι κορίτσι μου; Πώς τα κατάφερες;
Απλά. Απλούστατα. Με το να πέσει στη μεγαλύτερη παγίδα του Σύμπαντος, τον έρωτα. Αν και στα 17, δεν χτυπούσε στις Ευρώπες για κανέναν η καρδιά της. Ο ανεκτικός πατέρας της, δεν θα την εμπόδιζε να μείνει οπουδήποτε, αρκεί να ήθελε με πάθος κάποιο σύντροφο. Καμιά συγκίνηση. «Εγώ θα σε γηροκομήσω, πάπη», έλεγε κάθε φορά που άκουγε τις ανησυχίες της. «Μαζί σου θα μείνω. Ή δε με θες;»
Επέστρεψαν Παρασκευή, μέσω Κωνσταντινούπολης. Το Σάββατο αναλώθηκε στην τακτοποίηση του ρουχισμού και των ενθυμημάτων που είχαν φέρει. Το πρωί της Κυριακής, μετά τη λειτουργία, η μητέρα της την έστειλε στο λιακωτό να ξενοιάσει λίγο η σκέψη της. Κάθισε και τραγουδούσε, τραγουδούσε δυνατά:

Βαθιά το ‘βαλες Ελένη
Το μαχαίρι και δεν βγαίνει
Αμάν Ελένη…

Ξάπλωσε λίγο, μετά το μεσημεριανό φαγητό. Οταν σηκώθηκε, βρήκε στο σαλόνι τους κόσμο. Η Γκουζέλαινα, πρακτική μαμή, ξεματιάστρα, διώκτρια πνευμάτων, προξενήτρα κατά καιρούς, καθόταν στο σοφά με τις κόρες της στα ντιβάνια. Θα πρέπει να ήταν ώρα εκεί γιατί οι νεαρές ήδη κουνούσαν με αδημονία τα πόδια τους, όταν μια αυστηρή παρατήρηση της μάνας τους («είναι γρουσουζιά») τις μετέτρεψε σε αγάλματα- όχι για πολύ. Στην αρχή πίστευαν πως αφού κατέβηκε η Αφεδρία θα τελειώναν γρήγορα. Διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα. «γουρούνι στο σακί αποκλείεται να πάρω» δήλωνε σε κάθε τόνο. Μέσα της είχε προαποφασίσει: σιγά να μη την πάντρευαν με προξενιό! Θα αγαπήσει πρώτα, θα σαϊτευτεί, θα υποφέρει, θα ξυπνά και θα κοιμάται με τη σκέψη του και βλέπουμε.
Τα αναίρεσε όλα το βράδυ της Δευτέρας, μόλις είδε τον κυρ Γιώργη τον Τσακίρη να διαβαίνει το κατώφλι τους. Αυτός ήταν, λοιπόν. Η ευγλωττία, οι άμυνες, πήγαν περίπατο. Τι της άρεσε τη ρωτούσαν οι φίλες της. Το παράστημά του και τα μάτια του, τόσο γαλάζια, τόσο διάφανα. Την πάτησες με την πρώτη, κοπέλα μου, κάτσε τώρα να κοιτάς τους δρόμους και σταμάτα τα παράπονα!

Ο Γιώργης τελικά είχε διανυκτερεύσει στην Πόλη, όπου απόμεναν εκκρεμότητες, συζητήσεις, παζάρια, συμφωνίες. Χρόνος και χρόνος. Μέσα του έλεγε ότι αυτό τού έφταιγε που δεν ξαναπήγε στην Αντριανού, αν και το ήξερε: δεν είχε το κουράγιο να το πει στη Δόμνα. Ας το μάθαινε πρώτα απ’ αλλού, να κλάψει, να ηρεμήσει, να τη συναντήσει έπειτα. Δειλός; Φοβισμένος καλύτερα, αυτοπαρηγορήθηκε. Ανανδρος; Αντρας. Είκοσι χρόνια που βαστούσε η σχέση τους μια τόσο έξυπνη γυναίκα πώς δεν το είχε αισθανθεί ότι ποτέ τους δεν θα γίνονταν νόμιμο ζευγάρι; Ότι εκείνος ήθελε παιδιά, πολλά παιδιά, αυτά που κάνουν μια οικογένεια ευλογημένη; Ότι η ερωμένη δεν μπορεί ποτέ να γίνει σύζυγος γιατί της λείπει η αγνότητα, η αθωότητα;
Περπατούσε προσπαθώντας να κατασιγάσει τις τύψεις του. Ασυναίσθητα έστριψε δεξιά και αντί να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα μπήκε σε μια απέραντη στοά. Δεν είχε φώτα, γιατί φέγγιζε το χρυσάφι από αμέτρητα κοσμήματα. Θεώρησε σημάδι το λοξοδρόμισμά του. Διάλεξε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με ρουμπίνια για την Αφεδρία του και ένα δαχτυλίδι με τοπάζ και με μπριλάντια, σαν ηλιοβασίλεμα. Του φάνηκε λίγο για τη Δόμνα. Πρόσθεσε ένα βραχιόλι, δεύτερο, τρίτο. Καλύτερα να πάει με γεμάτα χέρια στην Αντριανούπολη, όταν πάει.
Δυο μέρες μετά, στη Σμύρνη, βράδυ αργά, αφού είχε πλυθεί, φάει, ξεκουραστεί και γελάσει, μακάριζε την τύχη του: τα σκουλαρίκια της γυναίκας του θα ήταν πολύ μικρό δώρο για την αναγγελία μιας εγκυμοσύνης.

Sunday, January 21, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (7)

Συνέχεια του τρίτου κεφαλαίου. Δεν τέλειωσε, θα συνεχιστεί και παρακάτω.

Εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια, η οικογένεια Αλεξόπουλου είχε φύγει από την Αγιο Πέτρο Κυνουρίας, κυνηγημένη, μετά τα Ορλοφικά. Η αρχαία παράδοση των αποίκων μα και των φυγάδων ήθελε να μεταβαίνουν στη μικρασιατική ακτή. Πήγαν «για λίγο» και ρίζωσαν για πάντα στο Νύμφαιο. Αν ζούσαν πλέον κατά βάση στη Σμύρνη ήταν γιατί η πρώτη κόρη τους, η Κυριακίτσα, είχε παντρευθεί εκεί. Ο Μιχαήλ Σπαθάρης δεν ήταν Σμυρνιός. Αναντάμ παπαντάμ Πολίτης. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους όταν ο πατέρας του αποφυλακίστηκε αφού έμεινε καιρό στη φυλακή, ως τιμωρία που εξέδιδε εφημερίδα ρωμέικη και μάλιστα και λιμπερτίνικη. Πολλές φορές ως τότε είχε ξαναδιαβεί το κατώφλι τέτοιων ιδρυμάτων, όμως σύντομα τον ελευθέρωναν. Τώρα είχε περάσει ένας χρόνος κι εβδομήντα δύο μέρες και τίποτα δεν μαρτυρούσε πως θα άλλαζαν τα πράγματα. Τους είχαν κι εκείνους σαν σε φυλακή. Ο αρχισυντάκτης είπε στην κυρά του πως θα τον κρεμούσαν για ό,τι έγραψε, ενώ εκεινής απλώς θα της στερούσαν την ελευθερία. Το πήρε αυτή απάνω της στο δικαστήριο. Κι επειδή γυναικείες φυλακές δεν υπήρχαν, η Ελισάβετ Σπαθάρη και τα τέσσερα παιδιά της, όλα αρσενικά και κάτω από οκτώ, βρίσκονταν στο χαρέμι του Σουλτάνου. Όταν είναι στις καλές τους, ο Μιχαήλ ανασκαλεύει τις βελουδένιες αναμνήσεις του.
Το χαρέμι ήταν ο παράδεισος των αισθήσεων. Βασίλισσα, η όραση. Μέσα στα μισοσκότεινα δωμάτια το φως διαχέονταν από χρωματισμένα τζάμια και κρυστάλλινα «δάκρυα», χτυπούσε πάνω στο θαμπό φίλντισι και στο χλωμό σεντέφι, στεκόταν στα εσωτερικά σιντριβάνια, ερχόταν κι έφευγε. Επειδή ήταν πολύ μικρός, μπορούσε να τριγυρνά ανάμεσα στις γυναίκες, να τις συνοδεύει ως και στο χαμάμ. Καμιά δεν ήτανε λιγότερο από πεντάμορφη. Χείμαρροι μαλλιών, μαργαριταρένια δόντια, μάτια γαζέλας, ελαφίνας, λέαινας, τίγρης, μπράτσα και μηροί τορνευτοί. Νωχελικά πάντοτε, σε εγρήγορση ωστόσο, συζητούσαν χαμηλόφωνα (χωρίς να αποκλείονται και οι καυγάδες) μισοξάπλωναν με χάρη, πετάγονταν σα βέλη με τα κορμιά ημίγυμνα ή καλυμμένα με πέπλα και κορδέλες. Φορούσαν εκτυφλωτικά χρώματα, περίτεχνα, μοναδικά κοσμήματα κατασκευασμένα, συνήθως, για εκείνες προσωπικά. Αυτή ήταν μια αιτία δυσαρέσκειας, όταν ο πολυχρονεμένος Πατισάχ πειθόταν από κάποια να της φτιάξει ένα δαχτυλίδι όπως το ήθελε, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένα βραχιόλι, ένα χρυσό περιδέραιο ή και όλα μαζί. Οι άλλες διαμαρτύρονταν πως ευνοήθηκε, ο Σουλτάνος τους έταζε πολλά, άλλα ταξίματά του τα υλοποιούσε, άλλα όχι, γινόταν πόλεμος!
Μύριζαν αρώματα της Αραβίας και μαστίχα. Φορές- φορές, μές στη βαθιά νύχτα, έκαιγαν λιβάνι κάνοντας τελετουργίες μυστικές, και ευωδίαζαν τα δώματά τους. Από τους κήπους έρχονταν στα ρουθούνια γιασεμί, άνθη εσπεριδοειδών, γαρύφαλλα. Ο Μιχαήλ και τ’ αδέλφια του κούρνιαζαν συχνά στους κόρφους τους που ανέδιδαν άλλη ευωδιά, απροσδιόριστη, μεθυστική.
Τα αργυρένια γέλια των κοριτσιών, οι κρυστάλλινες φωνές τους, γοήτευαν την ακοή των πάντων. Οι γυναίκες μιλούσαν, τραγουδούσαν, σε όλους τους τόνους. Δεν ήταν όλες ευτυχείς εξαρχής. Κάποιες σπάραζαν όταν τις άρπαζαν από τα σπιτικά τους. Άλλες, που έρχονταν με συμφωνία των γονιών ή και δική τους, δεν εύρισκαν την κατάσταση όπως την επιθυμούσαν. Μελαγχολικές, συχνά δακρυσμένες, γρήγορα απομακρύνονταν. Πεδίο υπήρχε για τις ευτυχισμένες μόνο. Είχαν την εύνοια του σουλτάνου, μερικές τον έρωτά του, οι πιο πολλές παιδιά απ’ αυτόν, κοσμήματα, αιθέρια έλαια, υφάσματα, ψιμύθια, περιποίηση, στέγη και φαγητό που θα ζήλευε ολόκληρη η αυτοκρατορία. Δισταγμοί, αντιρρήσεις, θλίψεις, δεν είχαν χώρο, κρύβονταν επιμελώς. Τις νύχτες μόνο, που έπαιζε εδώ ή εκεί κάποιο σάζι, κάποιος ταμπουράς, μπορούσες να αισθανθείς τη νοσταλγία να πλανιέται χωρίς να φανερώνεται.
Είχαν, άλλωστε, σχεδόν ό,τι επιθυμούσαν, αν εξαιρέσεις την ελευθερία, που όμως δεν την θέλαν όλες, δεν τους έλειπε. Κολακευμένες από την προτίμηση του άρχοντα, και από χαρακτήρα κάποιες, δεν είχαν και μεγάλη επιθυμία να απομακρυνθούν από το περιβάλλον που σιγά- σιγά τις συνέθλιβε, αλλά το είχαν συνηθίσει.
Οι απολαύσεις πολλαπλασιάζονταν στο χαμάμ όπου το ντελικάτο δέρμα τους γινόταν βαθυπόρφυρο. Στα ντιβάνια, όπου δοκίμαζαν σερμπέτια και λογής-λογής γλυκά. Στα χαμηλά τραπέζια με τα φαγητά που δύσκολα μπορούσε να συλλάβει ανθρώπου νους. Πάντως, όσο έμειναν εκεί οι Σπαθάρηδες δεν έφαγαν ούτε μπουκιά που να μη την έχει μαγειρέψει όπως και σερβίρει η μητέρα τους. Για όποιον ξεγελιόταν απ’ τη φιλική ατμόσφαιρα, τα χάδια, τα φιλιά, τα χαμόγελα, το δηλητήριο ήταν η τιμωρία.
Δηλητηρίαζαν η μια την άλλη, τα παιδιά, τις υπηρέτριες, τους ευνούχους. Οσο λιγότερες τόσο καλύτερες. Οσο πιο τρομοκρατημένες υπηρέτριες, πιο φοβισμένοι ευνούχοι τόσο λιγότερες κατασκοπείες και δολοπλοκίες υπέρ κάποιας άλλης. Το κεφάλι που ξεχωρίζει από τον σωρό, πρέπει να κόβεται.
Γεύσεις λεπτές, πολύπλοκες, συναρπαστικές, μπαχάρια και αρωματικά, πιάτα πρωτότυπα, γεμάτα νοστιμιά ακόμα και για τις πιο ανάφαγες. Το χαρέμι του σουλτάνου μασουλούσε ακατάπαυστα χουρμάδες, σύκα και καρύδια, αμύγδαλα, λουκούμια, πιτάκια αλμυρά, κουλούρια, κρέμες και ρυζόγαλα, φρούτα, ψητά. Επρεπε να δείχνουν καλοζωισμένες, όπως και ήταν, να διαθέτουν μαλακές καμπύλες, ευχάριστες στο μάτι και στο χάιδεμα. Η αφή, μέγα προνόμιο του πατισάχ, έπρεπε να τον ανεβάζει στα ουράνια. Ούτε να τους περάσει απ’ το κεφάλι να τον απατήσουν- θα κατέληγαν πνιγμένες στα νερά του Βοσπόρου. Είχαν βεβαίως να λένε για τις περιπτύξεις γυναικών αναμεταξύ τους στους οντάδες, στα σιντριβάνια, στα λουτρά, αλλά οι ψηλοί τοίχοι του παλατιού έσβηναν τέτοιες αφηγήσεις.

Sunday, January 14, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (6)

Εδώ είμαστε. Αρχή του τρίτου κεφαλαίου. Συνεχίζεται, βέβαια. Κανένας άλλος τίτλος μήπως σας ήρθε στον νου;


03 Αφεδρία

-Σήκω, εγγονούλα, είναι ώρα.

Ο παππούς Σταμάτης Χατζηαλέξης στεκόταν πάνω απ’ το κρεβάτι της, χαμογελώντας μ’ ελαφρό καμάρι. Ακόμα ένα μέλος της οικογένειας θα δοκίμαζε τους γλυκείς καρπούς της εκπαίδευσης. Η Αφεδρία είχε μόλις κλείσει τα πέντε ήταν, λοιπόν, καιρός να μυηθεί στον Ομηρο. Πρώτα σε μετάφραση, σιγά- σιγά και στο πρωτότυπο. Η διαδικασία διαρκούσε χρόνους γιατί ακολουθούσαν οι τρεις τραγικοί, η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Τα αγόρια μάθαιναν επιπλέον Δημοσθένη, Αρριανό και Ψευδοκαλλισθένη, όλα τα σχετικά με την εκστρατεία του Αλέξανδρου.
Πρωί, πριν καν ξημερώσει, διάβαζαν καθισμένοι μπροστά στα μεγάλα εσωτερικά παράθυρα του ισογείου. Τα εξωτερικά είχαν σιδεριές, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που Τούρκοι έμπαιναν από αυτά προκειμένου να αρπάξουν ό,τι πρόφταιναν. Από τα μέσα παράθυρα έβλεπες ανεμπόδιστα τον ωραίο κήπο με λεμονιές, πορτοκαλιές, νεραντζιές, ακόμα και μανταρινιές, που ήταν πιο ευαίσθητες. Τα σπίτια της πρώτης σειράς προς τη θάλασσα δεν είχαν εσπεριδοειδή. Εδώ ήταν η δεύτερη, τα κτίσματα και οι μάντρες τα προστάτευαν, ευδοκιμούσαν. Πώς μύριζε την άνοιξη που άνθιζαν! Συχνά λιγωνόταν από τις ευωδιές, ξεχνιόταν, ο παππούς την επανέφερε στην τάξη χτυπώντας απαλά το δάχτυλο στο ξύλινο περβάζι. Σιγά- σιγά ο ήλιος ανέτελλε, το φως έμπαινε από τις τραβηγμένες κουρτίνες. Τότε το μάθημα σταματούσε για ν’ ακολουθήσει το πρωινό και η ετοιμασία για το σχολείο.
Ακόμα ξυπνούσε στις πέντε, όπως είχε συνηθίσει από παιδί. Ακόμα διάβαζε πριν ξεκινήσει τη μέρα- τώρα, Πλάτωνα. Κατά τη συνήθεια της Σμύρνης τα μεσημέρια ξάπλωνε. Μόλις σηκωνόταν, και πριν καταπιαστεί με το βραδινό φαγητό, απολάμβανε ως επί το πλείστον γαλλικά μυθιστορήματα τα οποία προτιμούσε στο πρωτότυπο. Χάρη στα καλά γαλλικά της είχε ταξιδέψει επανειλημμένα στην Κεντρική Ευρώπη, ώστε να βοηθά τον πατέρα της στη μετάφραση συζητήσεων, διαπραγματεύσεων, συμφωνιών, συμβολαίων. Ετσι τα έμαθε καλύτερα ακόμη, όπως και τα γερμανικά, και τ’ αγγλικά στα οποία μπορούσε να συνεννοηθεί με αρκετή ευχέρεια.
Πάντως, η έγνοια της αυτή τη φορά δεν ήταν η τύχη της Νανάς και τις Κυρίας με τας καμελίας, ούτε της Τιτίκας των Αθλίων ή της Εσμεράλδας της Νοτρ Νταμ. Δεν ήταν η σωστή χρήση του υποθετικού λόγου και της μετοχής, οι άγνωστες λέξεις, οι ιδιωματισμοί. Εψαχνε τα μυστικά των συνταγών, απείρως πιο δύστροπα από αυτά της γλώσσας.
-Θα σου φέρω να δοκιμάσεις, μαμά, και να μου πεις γιατί δεν πέτυχαν.

Τα είχε κάνει όλα όπως στο σπίτι τους. Πολύ κρεμμύδι, ώστε να γίνουν αφράτα. Ρύζι της σούπας, όχι για πιλάφι σπειρωτό. Και λεμόνι. Και καλό λάδι. Και αρκετό μάραθο. Τι έλειπε;
-Μαρούλι, έβαλες;
Δεν έβαλε. Πού να θυμάται ότι ήταν απαραίτητο; Ευτυχώς, θα προλάβαινε να κάνει άλλο φαγητό πριν επιστρέψει από το ταξίδι ο Γιώργης της. Αν επέστρεφε. Εβαλε τα γιαπράκια στην άκρη κι άρχισε να συλλογιέται. Να φτιάξει τζιγιεροσαρμάδες, κεφτεδάκια ή γιουβαρλάκια κόκκινα; «Βοήθα κι εσύ, καλέ μαμά, μήπως και έρθει νωρίτερα και δεν προλάβω!» Ανασκουμπώθηκε κι η μάνα- τι να κάνει;- να της δώσει την ψευδαίσθηση πως έσπρωχναν τον χρόνο, που καθόλου δεν βιαζότανε.

Monday, January 01, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (5)

Συνέχεια και τέλος του δευτέρου κεφαλαίου. Καλή χρονιά!


«Γρήγορα! Γρήγορα!»
Η Βανιώ έχει ανοίξει τις κασέλες και στοιβιάζει ρούχα σε ένα χράμι. Παρακινεί με δυνατή φωνή τον γιο της να βιαστεί, να προφτάσει. Σκέφτεται από ποιον να πάρει χρήματα. Δεν έχει καιρό για κλάματα, αν και- το ξέρει- τον χάνει για μια ζωή. Ας σωθεί ο Μηνάς της, πρώτα.
«Ασκεφτο παιδί» του φωνάζει πότε- πότε, χωρίς κατά βάθος να το εννοεί. Μέσα της φουντώνει μια φωτιά πανικού και βαθύτατης θλίψης- δεν θα την παρασύρει. Δεν θα τα χάσει, δεν θα τα παρατήσει. Δεν θα πέσει λιπόθυμη. Να, ήρθε και ο κύρης του. «Μανώλη μου, να φύγει. Μην καθυστερείς» λέει. Ο πατέρας βάζει τον μπόγο στην πλάτη, τραβά το στερνοπαίδι του απ’ το χέρι, του δίνει οδηγίες στο δρόμο προς στη Χανιώπορτα. Εκεί τον φιλά, τον σταυρώνει τρεις φορές, του γεμίζει τις τσέπες μ’ όσα λεφτά κατάφερε να συγκεντρώσει (τ’ αδέρφια του με προθυμία ανοίξαν τα σεντούκια τους), τον διώχνει. Η συμφωνία με τον φίλο του τον καπετάνιο είναι να τον περιμένει κατά τα μεσάνυχτα στο ακρογιάλι. Μέχρι τότε, ο Μηνάς θα κατευθυνθεί στην ενδοχώρα, να κρυφτεί, να γλιτώσει από τους Τούρκους που σε λίγο θ’ αρχίσουν να τον ψάχνουν.
Η κακή στιγμή σκέφτεται ο Εμμανουήλ. Η κακή στιγμή, σκέφτεται κι η Βανιώ. Εκείνη όμως δεν την καταριέται, ούτε απορεί. Είκοσι χρόνια τον παρατηρούσε, ήξερε πως δεν σηκώνει αδικία, έτρεμε. Στο εικοστό έγιναν μεγάλες αλλαγές. Οι Αιγύπτιοι ετοιμάστηκαν να τους δώσουν ξανά στους Τούρκους. Ξένοι κι οι δυο, δυνάστες, μα πιο τρομεροί οι δεύτεροι. Το κλίμα άρχισε να αλλάζει, πριν γίνει η μεταβίβαση, οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν για μια ακόμα φορά να διοικήσουν σκληρά τον ντόπιο πληθυσμό. Ο Μηνάς τον πρώτο καιρό δεν ασχολούνταν με όλα δαύτα, γυρνούσε όλη την Κρήτη, το είχε βάλει σκοπό να κάνει οικογένεια, σαν αγόρι έψαχνε. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Αλήθεια είναι.
Μεγάλη Παρασκευή του 1841 ο Μουσελίμ αγάς ζήτησε από μια χριστιανή να πάει το απόγευμα στο κονάκι του. Ο σκοπός φανερός, ωστόσο εκείνος τής είπε πως τη θέλει για να του ετοιμάσει τον ναργιλέ και να σερβίρει τον καφέ του. Μετά, μπορεί να γυρίσει στη μάνα της, είπε. Δεν είχε πατέρα, ούτε αδελφούς, γι’ αυτό την είχε διαλέξει. Και για την ομορφιά της, βέβαια.
Η Αργυρή, η μοναχοκόρη, ήταν ο κρυφός καημός του Μάρκου Κουράκη, ξαδέλφου και συνομιλήκου του Μηνά. Ούτε λόγος για γάμο μαζί της: ορφανή, φτωχή... Τόσο ωραία όμως ώστε να μη τη βγάζει αυτός απ’ το μυαλό του- και πού ξέρεις τι γίνεται; Αστραπή κυκλοφόρησε η πρόσκληση του αγά, αστραπή μαζεύτηκαν ο Μάρκος και οι φίλοι του να δούνε τι θα κάνουν.
Ο λυράρης Θεοδωρομανώλης, γενήτορας όλων των λυράρηδων στην Κρήτη, σκότωσε τον Εμίν Βεργέρη στα 1818 γιατί ταπείνωνε γυναίκες πάνω στο χορό. Οι νεαροί ήτανε τότε αγέννητοι, αλλά ποιος δεν είχε πάρει μαθήματα από τη θρυλική ιστορία; Αρσενικά, με ανατροφή ανάλογη εκείνου. Η τιμή κι η πατρίδα προηγούνται. Δεν θα του υπολείπονταν σε λεβεντιά. Ο Θεοδωρομανώλης είχε μπει ντυμένος θηλυκό στο σπίτι του αγά κι έτσι τον σκότωσε. Αντί της Αργυρής, λοιπόν, πήγε ο μικρός αδερφός του Μάρκου, φορώντας τα ρούχα της. Δεν είχαν υπολογίσει την πονηριά του αντιπάλου, την παρατηρητικότητά του, ούτε πως τα γυναικεία φουστάνια θα δυσκολεύαν το παιδί. Αρχισε εκείνο να φωνάζει σαν είδε τα δύσκολα, όσοι παραμόνευαν έτρεξαν. Ο Μηνάς ήταν πάντοτε πιο γρήγορος, σαν άνεμος όπως καμάρωνε η Βανιώ. Ο άνεμος έφτασε πρώτος, έμπηξε στην καρδιά του Τούρκου το μαχαίρι του. Από εκεί κι έπειτα, η ξενιτιά ήταν η μόνη λύση.
Μεσάνυχτα Μεγάλης Παρασκευής, 9 Απριλίου, ξεκίνησε το πλοίο για τη Σμύρνη, έφτασε εκεί Δευτέρα της Λαμπρής. Οπως τον είχε ορμηνέψει ο κύρης του, πήγε στον φίλο του Αντώνιο Βιτάκη, να τον κρατήσει ως να μάθει πρόσωπα και πράγματα και να βρει δουλειά και σπιτικό. Δεν χρειάστηκε. Ο Βιτάκης, με πέντε κορίτσια το ένα πιο καλόγνωμο κι ευγενικό από το άλλο, τον έβαλε σύντομα σώγαμπρο, δίνοντάς του, μάλιστα, όχι τη μεγαλύτερη, που ήταν ίση του, αλλά την πιο μικρή, τη Χαρίκλεια, δεκαπέντε μόλις χρονών, με χαρίσματα αγγέλου.
Αναγκάστηκε απ’ την αρχή να αλλάξει το όνομά του, να βγάλει την κατάληξη –άκης που πρόδιδε την καταγωγή του και ίσως σε κάποιον κάτι να θύμιζε. Τσακίρης από εδώ και μπρος. Δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του, συχνά ήθελε να πάει πίσω. Ο Εμμανουλή Τσακιράκης, που το είχε φοβηθεί αυτό, τον είχε βάλει να ορκιστεί στα κόκκαλα των προγόνων του ότι δεν θα επέστρεφε χωρίς την ευχή του. Τον κρατούσε μακριά ώσπου πέθανε. Είχε πεθάνει κι η Βανιώ, δεν του έκανε καρδιά να επιστρέψει μετά από τόσα χρόνια. Πάντως το καθήκον του στην κρητική επανάσταση το είχε κάνει και με το παραπάνω: από τη Σύρο, όπου έσπευσε στα 1866, οργάνωσε μαζί με τον Μίνωα Μπογιατζόγλου, φίλο του πατέρα του απ’ τα μικράτα τους, την τροφοδοσία των Ελλήνων που λιμοκτονούσαν, καθώς οι Οθωμανοί είχαν απαγορέψει να καταπλέουν καράβια με αγαθά για να χτυπήσουν τους ξεσηκωμένους. Τα δικά τους ατμόπλοια, της Ειδικής επί των Αποστολών Επιτροπής, έσπαγαν κάθε πολιορκία, με συνήθως θαυμαστά αποτελέσματα. Δεν άκουγε τα παρακάλια της Χαρίκλειας που κατέφθαναν υπό μορφή επιστολών. Ναι, ποθούσε κι ο ίδιος να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του, μα εκεί πέρα άλλα παιδιά θα πέθαιναν κυριολεκτικά από την πείνα. Γύρισε όταν καταπνίγηκε η επανάσταση, τουλάχιστον πάντως με την ηθική ανταμοιβή πως είχε κάνει το καθήκον του.
Οταν έγινε εξήντα ο Μηνάς Τσακιράκης φώναξε γύρω του τα παιδιά του και τους ανακοίνωσε την αποχώρησή του απ’ το εμπόριο. Διάδοχό του έχρισε τον Νικολή του, με τη μεγαλύτερη αγάπη σ’ αυτή τη δουλειά και στα υπόλοιπα μοίρασε μαγαζιά και χωράφια κρατώντας για τον εαυτό του και τη μάνα τους τον όμορφο κουλά στο Ουμουρλού. Η Σμύρνη συνήθιζε να ξεκαλοκαιριάζει στους κουλάδες όχι μονάχα επειδή είχε μεγαλύτερη δροσιά. Κυρίως επειδή τότε μαζεύονταν οι σοδειές και γέμιζαν κελάρια και αποθήκες με προμήθειες για τον χειμώνα. Αποφάσισε πως θα έμενε εκεί όλο το χρόνο, με εξαίρεση τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς- άντε, καλά, θα κατέβαινε στην πόλη από τις αρχές του Νοέμβρη, όταν θα πλησίαζε η γιορτή του. Ο Αγιος Μηνάς, που έσκεπε το Μεγάλο Κάστρο- πλέον Ηράκλειο-, σφάλιζε τις νύχτες όσες πόρτες λησμονούσαν ανοιχτές οι Χριστιανοί και στόμωνε τα μαχαίρια των Τούρκων, ήταν προστάτης του και άξιζε αγιοκαίρι, λιβάνι, λάδι για το καντηλάκι του, χρήματα για την εκκλησία που χτιζόταν στη γενέτειρά του. Συνέχιζε ανήμερα της χάρης Του να προσεύχεται ώρες πολλές μπροστά στην εικόνα του Αγίου και να τον παρακαλεί να υγιαίνουν όλοι, να είναι καλότυχοι, να πορεύονται ορθά μα και να ευλογεί τα άρματα των συμπατριωτών του έως ότου γίνει η Κρήτη Ελλάς και η Ελλάς αυτό που ήταν κάποτε. Των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων.


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια