Monday, January 01, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (5)

Συνέχεια και τέλος του δευτέρου κεφαλαίου. Καλή χρονιά!


«Γρήγορα! Γρήγορα!»
Η Βανιώ έχει ανοίξει τις κασέλες και στοιβιάζει ρούχα σε ένα χράμι. Παρακινεί με δυνατή φωνή τον γιο της να βιαστεί, να προφτάσει. Σκέφτεται από ποιον να πάρει χρήματα. Δεν έχει καιρό για κλάματα, αν και- το ξέρει- τον χάνει για μια ζωή. Ας σωθεί ο Μηνάς της, πρώτα.
«Ασκεφτο παιδί» του φωνάζει πότε- πότε, χωρίς κατά βάθος να το εννοεί. Μέσα της φουντώνει μια φωτιά πανικού και βαθύτατης θλίψης- δεν θα την παρασύρει. Δεν θα τα χάσει, δεν θα τα παρατήσει. Δεν θα πέσει λιπόθυμη. Να, ήρθε και ο κύρης του. «Μανώλη μου, να φύγει. Μην καθυστερείς» λέει. Ο πατέρας βάζει τον μπόγο στην πλάτη, τραβά το στερνοπαίδι του απ’ το χέρι, του δίνει οδηγίες στο δρόμο προς στη Χανιώπορτα. Εκεί τον φιλά, τον σταυρώνει τρεις φορές, του γεμίζει τις τσέπες μ’ όσα λεφτά κατάφερε να συγκεντρώσει (τ’ αδέρφια του με προθυμία ανοίξαν τα σεντούκια τους), τον διώχνει. Η συμφωνία με τον φίλο του τον καπετάνιο είναι να τον περιμένει κατά τα μεσάνυχτα στο ακρογιάλι. Μέχρι τότε, ο Μηνάς θα κατευθυνθεί στην ενδοχώρα, να κρυφτεί, να γλιτώσει από τους Τούρκους που σε λίγο θ’ αρχίσουν να τον ψάχνουν.
Η κακή στιγμή σκέφτεται ο Εμμανουήλ. Η κακή στιγμή, σκέφτεται κι η Βανιώ. Εκείνη όμως δεν την καταριέται, ούτε απορεί. Είκοσι χρόνια τον παρατηρούσε, ήξερε πως δεν σηκώνει αδικία, έτρεμε. Στο εικοστό έγιναν μεγάλες αλλαγές. Οι Αιγύπτιοι ετοιμάστηκαν να τους δώσουν ξανά στους Τούρκους. Ξένοι κι οι δυο, δυνάστες, μα πιο τρομεροί οι δεύτεροι. Το κλίμα άρχισε να αλλάζει, πριν γίνει η μεταβίβαση, οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν για μια ακόμα φορά να διοικήσουν σκληρά τον ντόπιο πληθυσμό. Ο Μηνάς τον πρώτο καιρό δεν ασχολούνταν με όλα δαύτα, γυρνούσε όλη την Κρήτη, το είχε βάλει σκοπό να κάνει οικογένεια, σαν αγόρι έψαχνε. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Αλήθεια είναι.
Μεγάλη Παρασκευή του 1841 ο Μουσελίμ αγάς ζήτησε από μια χριστιανή να πάει το απόγευμα στο κονάκι του. Ο σκοπός φανερός, ωστόσο εκείνος τής είπε πως τη θέλει για να του ετοιμάσει τον ναργιλέ και να σερβίρει τον καφέ του. Μετά, μπορεί να γυρίσει στη μάνα της, είπε. Δεν είχε πατέρα, ούτε αδελφούς, γι’ αυτό την είχε διαλέξει. Και για την ομορφιά της, βέβαια.
Η Αργυρή, η μοναχοκόρη, ήταν ο κρυφός καημός του Μάρκου Κουράκη, ξαδέλφου και συνομιλήκου του Μηνά. Ούτε λόγος για γάμο μαζί της: ορφανή, φτωχή... Τόσο ωραία όμως ώστε να μη τη βγάζει αυτός απ’ το μυαλό του- και πού ξέρεις τι γίνεται; Αστραπή κυκλοφόρησε η πρόσκληση του αγά, αστραπή μαζεύτηκαν ο Μάρκος και οι φίλοι του να δούνε τι θα κάνουν.
Ο λυράρης Θεοδωρομανώλης, γενήτορας όλων των λυράρηδων στην Κρήτη, σκότωσε τον Εμίν Βεργέρη στα 1818 γιατί ταπείνωνε γυναίκες πάνω στο χορό. Οι νεαροί ήτανε τότε αγέννητοι, αλλά ποιος δεν είχε πάρει μαθήματα από τη θρυλική ιστορία; Αρσενικά, με ανατροφή ανάλογη εκείνου. Η τιμή κι η πατρίδα προηγούνται. Δεν θα του υπολείπονταν σε λεβεντιά. Ο Θεοδωρομανώλης είχε μπει ντυμένος θηλυκό στο σπίτι του αγά κι έτσι τον σκότωσε. Αντί της Αργυρής, λοιπόν, πήγε ο μικρός αδερφός του Μάρκου, φορώντας τα ρούχα της. Δεν είχαν υπολογίσει την πονηριά του αντιπάλου, την παρατηρητικότητά του, ούτε πως τα γυναικεία φουστάνια θα δυσκολεύαν το παιδί. Αρχισε εκείνο να φωνάζει σαν είδε τα δύσκολα, όσοι παραμόνευαν έτρεξαν. Ο Μηνάς ήταν πάντοτε πιο γρήγορος, σαν άνεμος όπως καμάρωνε η Βανιώ. Ο άνεμος έφτασε πρώτος, έμπηξε στην καρδιά του Τούρκου το μαχαίρι του. Από εκεί κι έπειτα, η ξενιτιά ήταν η μόνη λύση.
Μεσάνυχτα Μεγάλης Παρασκευής, 9 Απριλίου, ξεκίνησε το πλοίο για τη Σμύρνη, έφτασε εκεί Δευτέρα της Λαμπρής. Οπως τον είχε ορμηνέψει ο κύρης του, πήγε στον φίλο του Αντώνιο Βιτάκη, να τον κρατήσει ως να μάθει πρόσωπα και πράγματα και να βρει δουλειά και σπιτικό. Δεν χρειάστηκε. Ο Βιτάκης, με πέντε κορίτσια το ένα πιο καλόγνωμο κι ευγενικό από το άλλο, τον έβαλε σύντομα σώγαμπρο, δίνοντάς του, μάλιστα, όχι τη μεγαλύτερη, που ήταν ίση του, αλλά την πιο μικρή, τη Χαρίκλεια, δεκαπέντε μόλις χρονών, με χαρίσματα αγγέλου.
Αναγκάστηκε απ’ την αρχή να αλλάξει το όνομά του, να βγάλει την κατάληξη –άκης που πρόδιδε την καταγωγή του και ίσως σε κάποιον κάτι να θύμιζε. Τσακίρης από εδώ και μπρος. Δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του, συχνά ήθελε να πάει πίσω. Ο Εμμανουλή Τσακιράκης, που το είχε φοβηθεί αυτό, τον είχε βάλει να ορκιστεί στα κόκκαλα των προγόνων του ότι δεν θα επέστρεφε χωρίς την ευχή του. Τον κρατούσε μακριά ώσπου πέθανε. Είχε πεθάνει κι η Βανιώ, δεν του έκανε καρδιά να επιστρέψει μετά από τόσα χρόνια. Πάντως το καθήκον του στην κρητική επανάσταση το είχε κάνει και με το παραπάνω: από τη Σύρο, όπου έσπευσε στα 1866, οργάνωσε μαζί με τον Μίνωα Μπογιατζόγλου, φίλο του πατέρα του απ’ τα μικράτα τους, την τροφοδοσία των Ελλήνων που λιμοκτονούσαν, καθώς οι Οθωμανοί είχαν απαγορέψει να καταπλέουν καράβια με αγαθά για να χτυπήσουν τους ξεσηκωμένους. Τα δικά τους ατμόπλοια, της Ειδικής επί των Αποστολών Επιτροπής, έσπαγαν κάθε πολιορκία, με συνήθως θαυμαστά αποτελέσματα. Δεν άκουγε τα παρακάλια της Χαρίκλειας που κατέφθαναν υπό μορφή επιστολών. Ναι, ποθούσε κι ο ίδιος να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του, μα εκεί πέρα άλλα παιδιά θα πέθαιναν κυριολεκτικά από την πείνα. Γύρισε όταν καταπνίγηκε η επανάσταση, τουλάχιστον πάντως με την ηθική ανταμοιβή πως είχε κάνει το καθήκον του.
Οταν έγινε εξήντα ο Μηνάς Τσακιράκης φώναξε γύρω του τα παιδιά του και τους ανακοίνωσε την αποχώρησή του απ’ το εμπόριο. Διάδοχό του έχρισε τον Νικολή του, με τη μεγαλύτερη αγάπη σ’ αυτή τη δουλειά και στα υπόλοιπα μοίρασε μαγαζιά και χωράφια κρατώντας για τον εαυτό του και τη μάνα τους τον όμορφο κουλά στο Ουμουρλού. Η Σμύρνη συνήθιζε να ξεκαλοκαιριάζει στους κουλάδες όχι μονάχα επειδή είχε μεγαλύτερη δροσιά. Κυρίως επειδή τότε μαζεύονταν οι σοδειές και γέμιζαν κελάρια και αποθήκες με προμήθειες για τον χειμώνα. Αποφάσισε πως θα έμενε εκεί όλο το χρόνο, με εξαίρεση τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς- άντε, καλά, θα κατέβαινε στην πόλη από τις αρχές του Νοέμβρη, όταν θα πλησίαζε η γιορτή του. Ο Αγιος Μηνάς, που έσκεπε το Μεγάλο Κάστρο- πλέον Ηράκλειο-, σφάλιζε τις νύχτες όσες πόρτες λησμονούσαν ανοιχτές οι Χριστιανοί και στόμωνε τα μαχαίρια των Τούρκων, ήταν προστάτης του και άξιζε αγιοκαίρι, λιβάνι, λάδι για το καντηλάκι του, χρήματα για την εκκλησία που χτιζόταν στη γενέτειρά του. Συνέχιζε ανήμερα της χάρης Του να προσεύχεται ώρες πολλές μπροστά στην εικόνα του Αγίου και να τον παρακαλεί να υγιαίνουν όλοι, να είναι καλότυχοι, να πορεύονται ορθά μα και να ευλογεί τα άρματα των συμπατριωτών του έως ότου γίνει η Κρήτη Ελλάς και η Ελλάς αυτό που ήταν κάποτε. Των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων.

4 Comments:

Blogger Ελπίδα said...

ώπα! Χαίρομαι που έχουμε καινούργιο κεφάλαιο! Θα του ευχηθώ όμως καλή επιτυχία τώρα και θα ρθω να το διαβάσω άλλη στιγμή, γιατί ήδη καθυστερημένα μοιράζω σήμερα ευχές του νέου χρόνου, σε γειτονικά σπίτια.
Μπέστ σέλλερ να γίνει εαρινή μου συμφωνία! Το αξίζεις και το αξίζει!

January 2, 2007 at 6:42:00 PM GMT+2  
Blogger Εαρινή Συμφωνία said...

Ευχαριστώ, Κατερινάκι. Καλή χρονιά. Ο,τι επιθυμείς.

January 2, 2007 at 7:08:00 PM GMT+2  
Blogger Mh Xeirotera said...

Bravo earninh simfonia ki auto to keimeno einai ektakto, akoma kalytero apo ta proigumena. Den exo na po kati, mono na su apokalipso oti tora exo pliresterh eikona tu "genre" tu ponimatos su. Kalh synexeia :)

January 3, 2007 at 9:39:00 AM GMT+2  
Blogger Ελπίδα said...

Έτσι είναι οι Κρητικοί! Η τιμή και η πατρίδα προηγούνται!
Άντε! Βάλε μας για καλά στο θέμα!
Καλή συνέχεια κορίτσι μου!΄
Τώρα "τρέχει" πιο πολύ!

January 4, 2007 at 9:22:00 PM GMT+2  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home



ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια