Sunday, January 21, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (7)

Συνέχεια του τρίτου κεφαλαίου. Δεν τέλειωσε, θα συνεχιστεί και παρακάτω.

Εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια, η οικογένεια Αλεξόπουλου είχε φύγει από την Αγιο Πέτρο Κυνουρίας, κυνηγημένη, μετά τα Ορλοφικά. Η αρχαία παράδοση των αποίκων μα και των φυγάδων ήθελε να μεταβαίνουν στη μικρασιατική ακτή. Πήγαν «για λίγο» και ρίζωσαν για πάντα στο Νύμφαιο. Αν ζούσαν πλέον κατά βάση στη Σμύρνη ήταν γιατί η πρώτη κόρη τους, η Κυριακίτσα, είχε παντρευθεί εκεί. Ο Μιχαήλ Σπαθάρης δεν ήταν Σμυρνιός. Αναντάμ παπαντάμ Πολίτης. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους όταν ο πατέρας του αποφυλακίστηκε αφού έμεινε καιρό στη φυλακή, ως τιμωρία που εξέδιδε εφημερίδα ρωμέικη και μάλιστα και λιμπερτίνικη. Πολλές φορές ως τότε είχε ξαναδιαβεί το κατώφλι τέτοιων ιδρυμάτων, όμως σύντομα τον ελευθέρωναν. Τώρα είχε περάσει ένας χρόνος κι εβδομήντα δύο μέρες και τίποτα δεν μαρτυρούσε πως θα άλλαζαν τα πράγματα. Τους είχαν κι εκείνους σαν σε φυλακή. Ο αρχισυντάκτης είπε στην κυρά του πως θα τον κρεμούσαν για ό,τι έγραψε, ενώ εκεινής απλώς θα της στερούσαν την ελευθερία. Το πήρε αυτή απάνω της στο δικαστήριο. Κι επειδή γυναικείες φυλακές δεν υπήρχαν, η Ελισάβετ Σπαθάρη και τα τέσσερα παιδιά της, όλα αρσενικά και κάτω από οκτώ, βρίσκονταν στο χαρέμι του Σουλτάνου. Όταν είναι στις καλές τους, ο Μιχαήλ ανασκαλεύει τις βελουδένιες αναμνήσεις του.
Το χαρέμι ήταν ο παράδεισος των αισθήσεων. Βασίλισσα, η όραση. Μέσα στα μισοσκότεινα δωμάτια το φως διαχέονταν από χρωματισμένα τζάμια και κρυστάλλινα «δάκρυα», χτυπούσε πάνω στο θαμπό φίλντισι και στο χλωμό σεντέφι, στεκόταν στα εσωτερικά σιντριβάνια, ερχόταν κι έφευγε. Επειδή ήταν πολύ μικρός, μπορούσε να τριγυρνά ανάμεσα στις γυναίκες, να τις συνοδεύει ως και στο χαμάμ. Καμιά δεν ήτανε λιγότερο από πεντάμορφη. Χείμαρροι μαλλιών, μαργαριταρένια δόντια, μάτια γαζέλας, ελαφίνας, λέαινας, τίγρης, μπράτσα και μηροί τορνευτοί. Νωχελικά πάντοτε, σε εγρήγορση ωστόσο, συζητούσαν χαμηλόφωνα (χωρίς να αποκλείονται και οι καυγάδες) μισοξάπλωναν με χάρη, πετάγονταν σα βέλη με τα κορμιά ημίγυμνα ή καλυμμένα με πέπλα και κορδέλες. Φορούσαν εκτυφλωτικά χρώματα, περίτεχνα, μοναδικά κοσμήματα κατασκευασμένα, συνήθως, για εκείνες προσωπικά. Αυτή ήταν μια αιτία δυσαρέσκειας, όταν ο πολυχρονεμένος Πατισάχ πειθόταν από κάποια να της φτιάξει ένα δαχτυλίδι όπως το ήθελε, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ένα βραχιόλι, ένα χρυσό περιδέραιο ή και όλα μαζί. Οι άλλες διαμαρτύρονταν πως ευνοήθηκε, ο Σουλτάνος τους έταζε πολλά, άλλα ταξίματά του τα υλοποιούσε, άλλα όχι, γινόταν πόλεμος!
Μύριζαν αρώματα της Αραβίας και μαστίχα. Φορές- φορές, μές στη βαθιά νύχτα, έκαιγαν λιβάνι κάνοντας τελετουργίες μυστικές, και ευωδίαζαν τα δώματά τους. Από τους κήπους έρχονταν στα ρουθούνια γιασεμί, άνθη εσπεριδοειδών, γαρύφαλλα. Ο Μιχαήλ και τ’ αδέλφια του κούρνιαζαν συχνά στους κόρφους τους που ανέδιδαν άλλη ευωδιά, απροσδιόριστη, μεθυστική.
Τα αργυρένια γέλια των κοριτσιών, οι κρυστάλλινες φωνές τους, γοήτευαν την ακοή των πάντων. Οι γυναίκες μιλούσαν, τραγουδούσαν, σε όλους τους τόνους. Δεν ήταν όλες ευτυχείς εξαρχής. Κάποιες σπάραζαν όταν τις άρπαζαν από τα σπιτικά τους. Άλλες, που έρχονταν με συμφωνία των γονιών ή και δική τους, δεν εύρισκαν την κατάσταση όπως την επιθυμούσαν. Μελαγχολικές, συχνά δακρυσμένες, γρήγορα απομακρύνονταν. Πεδίο υπήρχε για τις ευτυχισμένες μόνο. Είχαν την εύνοια του σουλτάνου, μερικές τον έρωτά του, οι πιο πολλές παιδιά απ’ αυτόν, κοσμήματα, αιθέρια έλαια, υφάσματα, ψιμύθια, περιποίηση, στέγη και φαγητό που θα ζήλευε ολόκληρη η αυτοκρατορία. Δισταγμοί, αντιρρήσεις, θλίψεις, δεν είχαν χώρο, κρύβονταν επιμελώς. Τις νύχτες μόνο, που έπαιζε εδώ ή εκεί κάποιο σάζι, κάποιος ταμπουράς, μπορούσες να αισθανθείς τη νοσταλγία να πλανιέται χωρίς να φανερώνεται.
Είχαν, άλλωστε, σχεδόν ό,τι επιθυμούσαν, αν εξαιρέσεις την ελευθερία, που όμως δεν την θέλαν όλες, δεν τους έλειπε. Κολακευμένες από την προτίμηση του άρχοντα, και από χαρακτήρα κάποιες, δεν είχαν και μεγάλη επιθυμία να απομακρυνθούν από το περιβάλλον που σιγά- σιγά τις συνέθλιβε, αλλά το είχαν συνηθίσει.
Οι απολαύσεις πολλαπλασιάζονταν στο χαμάμ όπου το ντελικάτο δέρμα τους γινόταν βαθυπόρφυρο. Στα ντιβάνια, όπου δοκίμαζαν σερμπέτια και λογής-λογής γλυκά. Στα χαμηλά τραπέζια με τα φαγητά που δύσκολα μπορούσε να συλλάβει ανθρώπου νους. Πάντως, όσο έμειναν εκεί οι Σπαθάρηδες δεν έφαγαν ούτε μπουκιά που να μη την έχει μαγειρέψει όπως και σερβίρει η μητέρα τους. Για όποιον ξεγελιόταν απ’ τη φιλική ατμόσφαιρα, τα χάδια, τα φιλιά, τα χαμόγελα, το δηλητήριο ήταν η τιμωρία.
Δηλητηρίαζαν η μια την άλλη, τα παιδιά, τις υπηρέτριες, τους ευνούχους. Οσο λιγότερες τόσο καλύτερες. Οσο πιο τρομοκρατημένες υπηρέτριες, πιο φοβισμένοι ευνούχοι τόσο λιγότερες κατασκοπείες και δολοπλοκίες υπέρ κάποιας άλλης. Το κεφάλι που ξεχωρίζει από τον σωρό, πρέπει να κόβεται.
Γεύσεις λεπτές, πολύπλοκες, συναρπαστικές, μπαχάρια και αρωματικά, πιάτα πρωτότυπα, γεμάτα νοστιμιά ακόμα και για τις πιο ανάφαγες. Το χαρέμι του σουλτάνου μασουλούσε ακατάπαυστα χουρμάδες, σύκα και καρύδια, αμύγδαλα, λουκούμια, πιτάκια αλμυρά, κουλούρια, κρέμες και ρυζόγαλα, φρούτα, ψητά. Επρεπε να δείχνουν καλοζωισμένες, όπως και ήταν, να διαθέτουν μαλακές καμπύλες, ευχάριστες στο μάτι και στο χάιδεμα. Η αφή, μέγα προνόμιο του πατισάχ, έπρεπε να τον ανεβάζει στα ουράνια. Ούτε να τους περάσει απ’ το κεφάλι να τον απατήσουν- θα κατέληγαν πνιγμένες στα νερά του Βοσπόρου. Είχαν βεβαίως να λένε για τις περιπτύξεις γυναικών αναμεταξύ τους στους οντάδες, στα σιντριβάνια, στα λουτρά, αλλά οι ψηλοί τοίχοι του παλατιού έσβηναν τέτοιες αφηγήσεις.

5 Comments:

Blogger Ελπίδα said...

Ω! Χαίρομαι που προχώρησες!
Θα ξανάρθω άλλη στιγμή για να διαβάσω!
Προχώρα εσύ κανονικά.
Φιλάκια πολλά!
Καλή συνέχεια!

January 23, 2007 at 1:48:00 AM GMT+2  
Blogger GerasimosGR said...

Καλή μέρα εύχομαι να έχετε και καλή χρονιά. Θα ήθελα να σας προτρέψω να μην δημοσιεύετε τα μυθιστορήματα σας στο ίντερνετ, επειδή η συγγραφή ενός πεζογραφήματος απαιτεί πάρα πολλές ώρες για να γραφτεί και ο πνευματικός μόχθος δεν μετριέται. Ούτε μπορεί να εκτιμηθεί, παρά μόνο από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Σας το λέω, επειδή γράφω και ο ίδιος εδώ και μερικά χρόνια, και δεν θα έβαζα σε κοινή θέα, τα πεζογραφήματα μου, στο ίντερνετ, για τους γνωστούς λόγους.
Αύτή ήταν η καλοπροαίρετη παραίνεση μου. Χαιρετώ, και καλή υπόλοιπη εβδομάδα.
Με σεβασμό, Γεράσιμος

January 24, 2007 at 3:50:00 PM GMT+2  
Blogger Ελπίδα said...

Αναντάμ παπαντάμ, συνέχισε!
Πολύ μ' άρεσε αυτή η έκφραση!
Κακό πράγμα όμως η συνήθεια...
Και το άλλο,"Το κεφάλι που ξεχωρίζει πρέπει να κόβεται..."
μεγάλη αλήθεια!
Συνέχισε συμφωνία μου!
Ο Γεράσιμος λέει μια μεγάλη αλήθεια, αλλά εσύ γράφεις για σένα πρώτα και μετά γι' αυτούς που ξέρουν να εκτιμούν!
Σε ζηλεύω που μπορείς και το κάνεις!
Φιλιά πολλά, καλή συνέχεια!

January 24, 2007 at 5:35:00 PM GMT+2  
Blogger Εαρινή Συμφωνία said...

Αναντάμ παπαντάμ σημαίνει από τον πατέρα και τη μητέρα της, Κατερινάκι. Σε ευχαριστώ για όλα.
Γεράσιμε, κατανοώ τις αντιρρήσεις, και εν πολλοίς τις δέχομαι, απλώς αυτή είναι η επιλογή μου: να το βγάλω στο ίντερνετ. Επειδή με ενδιαφέρουν, όμως, οι απόψεις σας, θέλετε να γίνετε πιο λεπτομερής;- έστω σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

January 25, 2007 at 2:38:00 PM GMT+2  
Blogger Mh Xeirotera said...

Earinh mia xara paei... ke o esthisiasmos sto apogio tu. M' arese idietera h teleutea protash, an ke tha antikathistusa to "esvinan" me to "exmalotizan" h' kati paronio, alla isos kano ke lathos... Synexise :)

January 27, 2007 at 4:06:00 PM GMT+2  

Post a Comment

Subscribe to Post Comments [Atom]

<< Home



ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια