Οπως και αν λέγεσαι (4)
Αρχή του δευτέρου κεφαλαίου. Περιμένω, και πάλι, γνώμες.
02
Γεώργιος Τσακίρης του Νικολάου, έμπορος εκ Σμύρνης. Νικόλαος Τσακίρης του Μηνά, έμπορος εκ Σμύρνης. Μηνάς Τσακιράκης του Εμμανουήλ, κτηματίας εκ Μεγάλου Κάστρου Κρήτης.
Η πατρίδα του ήταν ασφαλέστερη, εντυπωσιακότερη, ευλαβέστερη. Τειχισμένη, με καλοχτισμένα οικοδομήματα και την «καρδιά» σφραγισμένη από ένα σταυρό, στη συμβολή των δύο κεντρικών αρτηριών. Το έλεγε και το τραγούδι: «Της Κρήτης τ’ ομορφότατο/ Κάστρο το φημισμένο/ απού στα πέρατα της γης/ κράζεται τιμημένο». Την εκτίμησε περισσότερο μετά, που την έχασε. Και μάλιστα μέσα σε ένα απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής. Το Μεγάλο Σάββατο ξημερώθηκε φυγάδας, Κυριακή της Λαμπρής ταξιδιώτης. Δευτέρα του Πάσχα ζήτησε και έλαβε προστασία από τον Αντρέα Βιτάκη, φίλο του πατέρα του στη Σμύρνη. Πολύ μακριά για να τον φτάσει το χέρι εκείνων που τον κυνηγούσαν, πολύ κοντά για να μη μπορεί να ξεχάσει το αγαπημένο του νησί.
Ισως να έφταιγε το αίμα των Κουράκηδων, που ήταν αψύ, ίσως ο χαρακτήρας ο δικός του. Η μάνα του έλεγε πως πάνω απ’ όλα έφταιγε που γεννήθηκε μαζί με την ελληνική επανάσταση- για την ακρίβεια με το άγγελμά της. Αλλά τι θα έλεγε στο κάτω- κάτω; Πως παραήτανε ατίθασα τα σόγια της; Λογιέται αμάρτημα η παλικαροσύνη;
Τέλη Ιουνίου του 1821. Εκανε ζέστη κι η Βανιώ Τσακιράκη είχε πονοκέφαλο. Καθόταν στην αυλή, επτά μηνών έγκυος μ’ ένα βρεγμένο πανί στους κροτάφους, Ούτε να πλέξει μπορούσε, ούτε να κεντήσει- την τύφλωνε ο πόνος της. Είχε τα πόδια στο φιλιατρό του πηγαδιού, να μην πρήζονται. Δεν ήτανε η πρώτη γέννα της, ούτε κι εκείνη ήτανε στην πρώτη νιότη. Είχε δει τριάντα χειμώνες και. Επτά παιδιά, απ’ τα δεκάξι της, πολλές ακόμη έγνοιες στο κεφάλι. Ο πλούτος του σπιτιού είναι η σύζυγος. Ο άντρας τα μαζεύει, τ’ αυγαταίνει, μα η γυναίκα τα φυλά, να μη λιγοστεύουν.
Δεν ήταν τόσο οι κανονιές που ακουστήκαν- μπορεί να έδιωχναν απ’ το λιμάνι κάποιο πλοίο. Τα τείχη του Μεγάλου Κούλε είχαν ειδικά ανοίγματα για τέτοιες περιπτώσεις, μόλις έκανε να διαβεί καράβι ανεπιθύμητο, του έριχναν να το τσακίσουν. Αλλοτε το πετύχαιναν, άλλοτε όχι. Δεν ήταν, λοιπόν, τα κανόνια. Πιο πολύ αυτό το απροσδιόριστο σούρσιμο το οποίο στα εξασκημένα αυτιά των Χριστιανών έφτανε σαν καμπάνα που σημαίνει κίνδυνο θανάσιμο. Εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι να φεύγουν στα τυφλά, να ξεφύγουν, να σωθούν, να κρυφτούν, ώσμε να ξεθυμάνει η οργή των Τούρκων. Λαχανιάσματα, αναφιλητά, κραυγές, ικεσίες.
Πετάχτηκε ορθή να μαζέψει τα παιδιά της. Ο καυτός αγέρας έφερνε τώρα οιμωγές, θρήνους, κοπετούς, σημάδι ότι είχε αρχίσει σφαγή. Φώναξε τα ονόματά τους, ύστερα το όνομα του άντρα της και του Χριστού- ως παντοκράτορα μεγαλοδύναμου. Σιγά- σιγά προβαίναν τα βλαστάρια της, όταν κάτι την έσπρωξε να βγει στο δρόμο. Ο πρωτότοκός της Ιωσήφ, που λίγο πιο νωρίς τον είχε στείλει στον πατέρα του, έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη σηκώνοντας σύννεφο σκόνης. Ξοπίσω του κι άλλοι αρκετοί. Στο βάθος οι διώκτες του: γύρω στους δέκα με γυμνωμένα γιαταγάνια. Ορμά ν’ αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά της «όχι μανούλα μου» της φώναξε αυτό και συνεχίζει το τρεχαλητό, να τους παρασύρει. Στέκεται καταμεσής στο δρόμο να τους καθυστερήσει όσο μπορεί, φτάνουν, απλώνουνε τα χέρια τους, την πιάνουν από τα μαλλιά και την τραβούν να κάνει πέρα. Μέσα απ’ την αυλόθυρα έξι παιδιά, τρεις υπηρέτριες, πέντε γερόντοι, ο Κουτσοθανάσης με το λειψό μυαλό, που τους κάνει θελήματα, ζώα, γεννήματα. Παλεύει λιονταρίσια, μα αισθάνεται έναν τρομερό πόνο στο υπογάστριο και διπλώνεται στα δυό. Γεννάει! Κλείνει τα μάτια. Αγιε Μηνά μου σώσε με, παρακαλεί. Δεν θα δει ποτέ το όγδοο παιδί της.
Ένα άλογο ακούγεται να καλπάζει μέσα στην ξαφνική σιγαλιά. Ο καβαλάρης, ορκίζονταν όλοι αργότερα, είχε χρυσό σπαθί, χρυσό φωτοστέφανο, χρυσά σαντάλια. Ηταν δεν ήτανε ο Αγιος Μηνάς, οι Τούρκοι το πίστεψαν, το έβαλαν στα πόδια με κραυγές μεγάλου τρόμου. Την ίδια εκείνη στιγμή ακούστηκε το κλάμα του βρέφους. Το βάφτισαν Μηνά.
Το νέο ότι η Ελλάδα είχε κάνει επανάσταση, που μεταδόθηκε στη Μεγαλόνησο από το πλοίο εκείνο στις 24 του Ιούνη, είχε φέρει τη σφαγή. Εγινε μια σφαγή ακόμη στο Μεγάλο Κάστρο, το 1826 κι άλλες αλλού. Στη συνέχεια τα πράγματα ηρέμησαν για λίγο. Ας κάναν στην Ελλάδα ότι θέλανε. Εδώ ήταν Κρήτη, οι Οθωμανοί δεν θα έφευγαν ποτέ, έλεγαν. Εφυγαν όταν ήρθαν οι Αιγύπτιοι- προσωρινά. Το 1841 επέστρεψαν. Ναι, δεν θα έφευγαν ποτέ.
(συνεχίζεται)
02
Γεώργιος Τσακίρης του Νικολάου, έμπορος εκ Σμύρνης. Νικόλαος Τσακίρης του Μηνά, έμπορος εκ Σμύρνης. Μηνάς Τσακιράκης του Εμμανουήλ, κτηματίας εκ Μεγάλου Κάστρου Κρήτης.
Η πατρίδα του ήταν ασφαλέστερη, εντυπωσιακότερη, ευλαβέστερη. Τειχισμένη, με καλοχτισμένα οικοδομήματα και την «καρδιά» σφραγισμένη από ένα σταυρό, στη συμβολή των δύο κεντρικών αρτηριών. Το έλεγε και το τραγούδι: «Της Κρήτης τ’ ομορφότατο/ Κάστρο το φημισμένο/ απού στα πέρατα της γης/ κράζεται τιμημένο». Την εκτίμησε περισσότερο μετά, που την έχασε. Και μάλιστα μέσα σε ένα απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής. Το Μεγάλο Σάββατο ξημερώθηκε φυγάδας, Κυριακή της Λαμπρής ταξιδιώτης. Δευτέρα του Πάσχα ζήτησε και έλαβε προστασία από τον Αντρέα Βιτάκη, φίλο του πατέρα του στη Σμύρνη. Πολύ μακριά για να τον φτάσει το χέρι εκείνων που τον κυνηγούσαν, πολύ κοντά για να μη μπορεί να ξεχάσει το αγαπημένο του νησί.
Ισως να έφταιγε το αίμα των Κουράκηδων, που ήταν αψύ, ίσως ο χαρακτήρας ο δικός του. Η μάνα του έλεγε πως πάνω απ’ όλα έφταιγε που γεννήθηκε μαζί με την ελληνική επανάσταση- για την ακρίβεια με το άγγελμά της. Αλλά τι θα έλεγε στο κάτω- κάτω; Πως παραήτανε ατίθασα τα σόγια της; Λογιέται αμάρτημα η παλικαροσύνη;
Τέλη Ιουνίου του 1821. Εκανε ζέστη κι η Βανιώ Τσακιράκη είχε πονοκέφαλο. Καθόταν στην αυλή, επτά μηνών έγκυος μ’ ένα βρεγμένο πανί στους κροτάφους, Ούτε να πλέξει μπορούσε, ούτε να κεντήσει- την τύφλωνε ο πόνος της. Είχε τα πόδια στο φιλιατρό του πηγαδιού, να μην πρήζονται. Δεν ήτανε η πρώτη γέννα της, ούτε κι εκείνη ήτανε στην πρώτη νιότη. Είχε δει τριάντα χειμώνες και. Επτά παιδιά, απ’ τα δεκάξι της, πολλές ακόμη έγνοιες στο κεφάλι. Ο πλούτος του σπιτιού είναι η σύζυγος. Ο άντρας τα μαζεύει, τ’ αυγαταίνει, μα η γυναίκα τα φυλά, να μη λιγοστεύουν.
Δεν ήταν τόσο οι κανονιές που ακουστήκαν- μπορεί να έδιωχναν απ’ το λιμάνι κάποιο πλοίο. Τα τείχη του Μεγάλου Κούλε είχαν ειδικά ανοίγματα για τέτοιες περιπτώσεις, μόλις έκανε να διαβεί καράβι ανεπιθύμητο, του έριχναν να το τσακίσουν. Αλλοτε το πετύχαιναν, άλλοτε όχι. Δεν ήταν, λοιπόν, τα κανόνια. Πιο πολύ αυτό το απροσδιόριστο σούρσιμο το οποίο στα εξασκημένα αυτιά των Χριστιανών έφτανε σαν καμπάνα που σημαίνει κίνδυνο θανάσιμο. Εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι να φεύγουν στα τυφλά, να ξεφύγουν, να σωθούν, να κρυφτούν, ώσμε να ξεθυμάνει η οργή των Τούρκων. Λαχανιάσματα, αναφιλητά, κραυγές, ικεσίες.
Πετάχτηκε ορθή να μαζέψει τα παιδιά της. Ο καυτός αγέρας έφερνε τώρα οιμωγές, θρήνους, κοπετούς, σημάδι ότι είχε αρχίσει σφαγή. Φώναξε τα ονόματά τους, ύστερα το όνομα του άντρα της και του Χριστού- ως παντοκράτορα μεγαλοδύναμου. Σιγά- σιγά προβαίναν τα βλαστάρια της, όταν κάτι την έσπρωξε να βγει στο δρόμο. Ο πρωτότοκός της Ιωσήφ, που λίγο πιο νωρίς τον είχε στείλει στον πατέρα του, έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη σηκώνοντας σύννεφο σκόνης. Ξοπίσω του κι άλλοι αρκετοί. Στο βάθος οι διώκτες του: γύρω στους δέκα με γυμνωμένα γιαταγάνια. Ορμά ν’ αρπάξει το παιδί στην αγκαλιά της «όχι μανούλα μου» της φώναξε αυτό και συνεχίζει το τρεχαλητό, να τους παρασύρει. Στέκεται καταμεσής στο δρόμο να τους καθυστερήσει όσο μπορεί, φτάνουν, απλώνουνε τα χέρια τους, την πιάνουν από τα μαλλιά και την τραβούν να κάνει πέρα. Μέσα απ’ την αυλόθυρα έξι παιδιά, τρεις υπηρέτριες, πέντε γερόντοι, ο Κουτσοθανάσης με το λειψό μυαλό, που τους κάνει θελήματα, ζώα, γεννήματα. Παλεύει λιονταρίσια, μα αισθάνεται έναν τρομερό πόνο στο υπογάστριο και διπλώνεται στα δυό. Γεννάει! Κλείνει τα μάτια. Αγιε Μηνά μου σώσε με, παρακαλεί. Δεν θα δει ποτέ το όγδοο παιδί της.
Ένα άλογο ακούγεται να καλπάζει μέσα στην ξαφνική σιγαλιά. Ο καβαλάρης, ορκίζονταν όλοι αργότερα, είχε χρυσό σπαθί, χρυσό φωτοστέφανο, χρυσά σαντάλια. Ηταν δεν ήτανε ο Αγιος Μηνάς, οι Τούρκοι το πίστεψαν, το έβαλαν στα πόδια με κραυγές μεγάλου τρόμου. Την ίδια εκείνη στιγμή ακούστηκε το κλάμα του βρέφους. Το βάφτισαν Μηνά.
Το νέο ότι η Ελλάδα είχε κάνει επανάσταση, που μεταδόθηκε στη Μεγαλόνησο από το πλοίο εκείνο στις 24 του Ιούνη, είχε φέρει τη σφαγή. Εγινε μια σφαγή ακόμη στο Μεγάλο Κάστρο, το 1826 κι άλλες αλλού. Στη συνέχεια τα πράγματα ηρέμησαν για λίγο. Ας κάναν στην Ελλάδα ότι θέλανε. Εδώ ήταν Κρήτη, οι Οθωμανοί δεν θα έφευγαν ποτέ, έλεγαν. Εφυγαν όταν ήρθαν οι Αιγύπτιοι- προσωρινά. Το 1841 επέστρεψαν. Ναι, δεν θα έφευγαν ποτέ.
(συνεχίζεται)