Τέλος κεφαλαίουΠιστός στο δόγμα «την τσέπη μου την κάνω ρεζίλι τον εαυτό μου ποτέ» ο κυρ Φώτης Σινιόσογλου επέμενε να πληρώσει το γεύμα των τριών τους, με τον τον μέλλοντα γαμπρό του και τον αδελφό του γαμπρού, στο Σπόρτινγκ Κλουμπ. Γνωρίζοντας ο Γιώργης τα οικτρά οικονομικά του, έσωσε την κατάσταση και τα προσχήματα, επιμένοντας πως εκείνοι τον κάλεσαν, την επόμενη φορά θα τον άφηναν οπωσδήποτε. Ο κρυ Φώτης ανακουφίστηκε κι άρχισε να απολαμβάνει τον καφέ- βαρύ γλυκό σε χοντρό φλυτζάνι- και τα σοροπιαστά γλυκά που γέμιζαν το τραπέζι.
Αν και λιτοδίαιτοι και οι τρεις τους, είχαν εξοκείλει, παραγγέλνοντας τόσα που η κυρα Μαργαρώ αν ήταν μπροστά θα έλεγε πως έφταναν «να φαν σαράντα δράκοι». «Αχόρταγο το μάτι» φιλοσόφησε ο κυρ Φώτης, αποφασίζοντας ταυτόχρονα να μη πει τίποτα στη συμβία του για να γλυτώσει τη μουρμούρα της επειδή δεν ζήτησε να του τυλίξουν τίποτα από τα περισσευούμενα.
-Και για πότε λέτε με το καλό; Τους ρώτησε ο διευθυντής, που ευχαριστήθηκε πολύ με την πρότασή τους να γιορτάσουν εκεί τους αρραβώνες του Χρηστάκη. Δεν χάρηκε και τόσο όταν έμαθε ότι λογάριαζαν να κάνουν μια τόσο μεγάλη δεξίωση σε 13 μόλις μέρες, αλλά δεν είχε κανένα περιθώριο να το δείξει. Χωρίς ακόμη να έχει ξεκινήσει η κοσμική σαιζόν, το Σπόρτινγκ θα είχε μια τεράστια είσπραξη και καλή φήμη από στόμα σε στόμα- πράγμα που ήταν και το ζητούμενο. Μονάχα να μην είχαν πολλούς καλεσμένους από τα Μορτάκια και τις άλλες φτωχογειτονιές, Χριστέ μου...
Τι δώρα θα έκαναν στη Λέλα ο Γιώργης, η Αφεδρία, ο Χρηστάκης προπάντων; Τι θα φορούσαν για τους αρραβώνες; Τι θα φορούσε αυτή; Το τελευταίο ήτανε το πιο σοβαρό και το πιο επείγον. Παρήγγειλα, είπε της Αφεδρίας η κυρα Μαργαρώ. Κόντεψε να μαρμαρώσει εκείνη βλέποντας το πρασινωπό μπροκάρ. «Αδύνατον» φώναξε μέσα της. Και απέξω: «μα τόσα υφάσματα φέρνει ο Χρηστάκης από τη Μοσούλη, δεν θα προτιμήσετε κάτι από αυτά;»
Αν δεν ήταν η κοκεταρία της Λέλας, δύσκολα θα τα έβγαζαν πέρα με την μητέρα της, από την οποία δεν έλειπε η αξιοπρέπεια. Μόλις μπήκε στο μαγαζί του μέλλοντα μνηστήρα της και είδε τις φίνες μουσελίνες σε αμέτρητα τόπια, ξετρελάθηκε, δεν ήξερε τι να διαλέξει. «Πάρε το σμαραγδί», τη συμβούλεψε η Αφεδρία, να τονίζονται τα μάτια σου. «Βάζεις μαζί και μια μαύρη εσάρπα, και είσαι άψογη». Σκεφτόμενη πως όλο και κάποια θα είχε μαύρη εσάρπα από τη γειτονιά, η Λέλα έσπευσε να συμφωνήσει. Ο Χρηστάκης χάρηκε τόσο που την είδε να κρατά με λαχτάρα το ύφασμα, ώστε της είπε να διαλέξει και για τη μητέρα και τις αδελφές της. Υστερα, καταλαβαίνοντας πως οι δισταγμοί της δεν οφείλονταν μονάχα στην περηφάνεια της, συμπλήρωσε πως θα τις έστελνε εκείνος στη ράφτρα της μητέρας του, «και τα έξοδα δικά του- χαλάλι».
Ακολούθησε μεγάλη, ατέλειωτη βόλτα Λέλας- Αφεδρίας σε όλο το Παραλλέλι και στη μισή Ευρωπαϊκή οδό ώσπου να βρουν κατάλληλα κοσμήματα για το δώρο του γαμπρού και του κουμπάρου, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Γιώργη. Η Λέλα λιγωνόταν σε κάθε βιτρίνα, δυσκολευόταν τρομερά να αποφασίσει και όλα γίνονταν χειρότερα όταν άκουγε τις τιμές. Στην Αφεδρία δεν έκαναν καμιά εντύπωση όλα αυτά. Εψαχνε με τα μάτια της τη συννυφάδα της, να δει ποιο της άρεσε πιο πολύ- και το αγόραζαν. Για να μη μείνει παραπονεμένη και η ίδια, ο Γιώργης της αγόρασε «για τις πολύτιμες υπηρεσίες της» δώδεκα χρυσές βέργες, σκαλισμένες με όλα τ’ αστέρια του ουρανού και όλη την ομορφιά της γης. Ε, χαλάλι.
«Θα καλέσεις όλη τη γειτονιά» έλεγε ο Νικολός Τσακίρης στον Φώτη Σινιόσογλου. «Θα προηγηθεί το μυστήριο εδώ, στο σπίτι, ανάμεσά μας- μόνο οι οικογένειες- και θα ακολουθήσει η γιορτή στο Σπόρτινγκ Κλουμπ. Και ούτε να σκεφτείς για τα έξοδα. Το στερνοπαίδι μου επιτέλους διάλεξε νύφη- χαλάλι.»
Πολύ δύσκολο ήταν αυτό το στερνοπούλι του, πολύ ατίθασο, πολύ κακομαθημένο- το τελευταίο ο Νικολός το έλεγε πολύ φωναχτά, να το ακούσει η συμβία του που ήταν και, κατά τη γνώμη του, η φταίχτρα. Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει από τα κατορθώματά του. Πόσες φορές χανότανε μέρες και νύχτες να κυνηγά πέρδικες και λαγούς. Από πόσες βάρκες τον είχε βγάλει έτοιμο να σαλπάρει «για να βρει την τύχη του». Μοναχός αυτός ετόλμησε να αψηφήσει τον παππού Μηνά και να πάει στην Κρήτη, να γνωρίσει τους συγγενείς κι εκεί, από όσα είδε, άκουσε και έμαθε, το παράδειγμα του ξεδέρφου του Γιώργου Παρλαμά βρήκε να θαυμάσει.
Ο Γιώργος έφυγε μακριά από τους δικούς του, για να μη καταντήσει δάσκαλος στην Κρήτη. Πήγε στην Αλεξάνδρεια και βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Ωραία έγραφε, το σαράκι της αμφισβήτησης είχε μέσα του, επαναστατικό πνεύμα είχε, σύντομα έγινε αρχισυντάκτης και διευθυντής. Και μετά; Και μετά, ο εκδότης και ιδιοκτήτης του φύλλου του προξένεψε τη θυγατέρα του. Και δεν την πήρε; Δεν την ήθελε, διότι είχε αγαπήσει την ξαδέρφη της. Αυτήν πήρε. Μαζί της πήρε και των ομματιών του, επέστρεψε στην μεγαλόνησο και έκανε ό,τι ακριβώς είχε τρέξει να ξεφύγει: δίδασκε. Καλά λένε ότι δεν ξεφεύγεις απ’ τον εαυτό σου όσο γρήγορος κι αν είσαι...
-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Λέλα, Λέλα, ζεις ένα όνειρο ή πράγματι μνηστεύεσαι έναν τέτοιο λεβέντη;»
-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Λειώνω Μεγαλοδύναμε. Το παράστημα! Τι ομορφιά! Τι αέρας!»
-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Το χέρι μου κρατά μόνο κι ανατριχιάζω. Θέλω να μ’ αγκαλιάσει σφιχτά- σφιχτά, να μη μ’ αφήνει.» -Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Η κολώνια του μυρίζει έτσι μεθυστικά, ή το κορμί του;»
-Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Κοίτα τους γονείς και τις αδελφούλες μου, καμάρι! Δεν μπορείς, Χριστέ μου, να δώσεις μια τέτοια τύχη και σε εκείνες;»
-Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Τι θα μου ζητήσεις άραγε, Κύριε, για το μεγάλο δώρο που μου έκανες;»
Ο Χρηστάκης είχε αφεθεί στο μυστήριο που γινόταν στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού των Τσακίρηδων. Σαν έφτασαν όμως στο Σπόρτινγκ, η καρδιά του άρχισε και πάλι να φτερουγά καθώς έψαχνε δεξιά- αριστερά με το βλέμμα τον συνεταίρο του. Κρατώντας τη Λέλα απ’ το χέρι σφιχτά, περνούσε από κάθε τραπέζι να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους, να δεχτούν ευχές και δώρα. Ο Μουσταφά δεν φαινόταν πουθενά. Μπήκε προς το τέλος της δεξίωσης, μόνος. «Συγχώρεσέ μας» του είπε «καθυστερήσαμε. Η Εσρά λιποθύμισε καθώς βγαίναμε από το σπίτι και της λέγαμε για τις χαρές σου. Ως να συνεφέρει, είδαμε και πάθαμε. Φαίνεται πως περιμένει κι άλλο παιδί.»