Sunday, September 07, 2008

Σμύρνη- η πόλη της καρδιάς μας




Ογδόντα έξι χρόνια μετά- ας μην επαναληφθεί ποτέ ο πόλεμος.

Tuesday, August 21, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (6-γ)

Τέλος κεφαλαίου
Πιστός στο δόγμα «την τσέπη μου την κάνω ρεζίλι τον εαυτό μου ποτέ» ο κυρ Φώτης Σινιόσογλου επέμενε να πληρώσει το γεύμα των τριών τους, με τον τον μέλλοντα γαμπρό του και τον αδελφό του γαμπρού, στο Σπόρτινγκ Κλουμπ. Γνωρίζοντας ο Γιώργης τα οικτρά οικονομικά του, έσωσε την κατάσταση και τα προσχήματα, επιμένοντας πως εκείνοι τον κάλεσαν, την επόμενη φορά θα τον άφηναν οπωσδήποτε. Ο κρυ Φώτης ανακουφίστηκε κι άρχισε να απολαμβάνει τον καφέ- βαρύ γλυκό σε χοντρό φλυτζάνι- και τα σοροπιαστά γλυκά που γέμιζαν το τραπέζι.
Αν και λιτοδίαιτοι και οι τρεις τους, είχαν εξοκείλει, παραγγέλνοντας τόσα που η κυρα Μαργαρώ αν ήταν μπροστά θα έλεγε πως έφταναν «να φαν σαράντα δράκοι». «Αχόρταγο το μάτι» φιλοσόφησε ο κυρ Φώτης, αποφασίζοντας ταυτόχρονα να μη πει τίποτα στη συμβία του για να γλυτώσει τη μουρμούρα της επειδή δεν ζήτησε να του τυλίξουν τίποτα από τα περισσευούμενα.
-Και για πότε λέτε με το καλό; Τους ρώτησε ο διευθυντής, που ευχαριστήθηκε πολύ με την πρότασή τους να γιορτάσουν εκεί τους αρραβώνες του Χρηστάκη. Δεν χάρηκε και τόσο όταν έμαθε ότι λογάριαζαν να κάνουν μια τόσο μεγάλη δεξίωση σε 13 μόλις μέρες, αλλά δεν είχε κανένα περιθώριο να το δείξει. Χωρίς ακόμη να έχει ξεκινήσει η κοσμική σαιζόν, το Σπόρτινγκ θα είχε μια τεράστια είσπραξη και καλή φήμη από στόμα σε στόμα- πράγμα που ήταν και το ζητούμενο. Μονάχα να μην είχαν πολλούς καλεσμένους από τα Μορτάκια και τις άλλες φτωχογειτονιές, Χριστέ μου...


Τι δώρα θα έκαναν στη Λέλα ο Γιώργης, η Αφεδρία, ο Χρηστάκης προπάντων; Τι θα φορούσαν για τους αρραβώνες; Τι θα φορούσε αυτή; Το τελευταίο ήτανε το πιο σοβαρό και το πιο επείγον. Παρήγγειλα, είπε της Αφεδρίας η κυρα Μαργαρώ. Κόντεψε να μαρμαρώσει εκείνη βλέποντας το πρασινωπό μπροκάρ. «Αδύνατον» φώναξε μέσα της. Και απέξω: «μα τόσα υφάσματα φέρνει ο Χρηστάκης από τη Μοσούλη, δεν θα προτιμήσετε κάτι από αυτά;»
Αν δεν ήταν η κοκεταρία της Λέλας, δύσκολα θα τα έβγαζαν πέρα με την μητέρα της, από την οποία δεν έλειπε η αξιοπρέπεια. Μόλις μπήκε στο μαγαζί του μέλλοντα μνηστήρα της και είδε τις φίνες μουσελίνες σε αμέτρητα τόπια, ξετρελάθηκε, δεν ήξερε τι να διαλέξει. «Πάρε το σμαραγδί», τη συμβούλεψε η Αφεδρία, να τονίζονται τα μάτια σου. «Βάζεις μαζί και μια μαύρη εσάρπα, και είσαι άψογη». Σκεφτόμενη πως όλο και κάποια θα είχε μαύρη εσάρπα από τη γειτονιά, η Λέλα έσπευσε να συμφωνήσει. Ο Χρηστάκης χάρηκε τόσο που την είδε να κρατά με λαχτάρα το ύφασμα, ώστε της είπε να διαλέξει και για τη μητέρα και τις αδελφές της. Υστερα, καταλαβαίνοντας πως οι δισταγμοί της δεν οφείλονταν μονάχα στην περηφάνεια της, συμπλήρωσε πως θα τις έστελνε εκείνος στη ράφτρα της μητέρας του, «και τα έξοδα δικά του- χαλάλι».
Ακολούθησε μεγάλη, ατέλειωτη βόλτα Λέλας- Αφεδρίας σε όλο το Παραλλέλι και στη μισή Ευρωπαϊκή οδό ώσπου να βρουν κατάλληλα κοσμήματα για το δώρο του γαμπρού και του κουμπάρου, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Γιώργη. Η Λέλα λιγωνόταν σε κάθε βιτρίνα, δυσκολευόταν τρομερά να αποφασίσει και όλα γίνονταν χειρότερα όταν άκουγε τις τιμές. Στην Αφεδρία δεν έκαναν καμιά εντύπωση όλα αυτά. Εψαχνε με τα μάτια της τη συννυφάδα της, να δει ποιο της άρεσε πιο πολύ- και το αγόραζαν. Για να μη μείνει παραπονεμένη και η ίδια, ο Γιώργης της αγόρασε «για τις πολύτιμες υπηρεσίες της» δώδεκα χρυσές βέργες, σκαλισμένες με όλα τ’ αστέρια του ουρανού και όλη την ομορφιά της γης. Ε, χαλάλι.
«Θα καλέσεις όλη τη γειτονιά» έλεγε ο Νικολός Τσακίρης στον Φώτη Σινιόσογλου. «Θα προηγηθεί το μυστήριο εδώ, στο σπίτι, ανάμεσά μας- μόνο οι οικογένειες- και θα ακολουθήσει η γιορτή στο Σπόρτινγκ Κλουμπ. Και ούτε να σκεφτείς για τα έξοδα. Το στερνοπαίδι μου επιτέλους διάλεξε νύφη- χαλάλι.»

Πολύ δύσκολο ήταν αυτό το στερνοπούλι του, πολύ ατίθασο, πολύ κακομαθημένο- το τελευταίο ο Νικολός το έλεγε πολύ φωναχτά, να το ακούσει η συμβία του που ήταν και, κατά τη γνώμη του, η φταίχτρα. Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει από τα κατορθώματά του. Πόσες φορές χανότανε μέρες και νύχτες να κυνηγά πέρδικες και λαγούς. Από πόσες βάρκες τον είχε βγάλει έτοιμο να σαλπάρει «για να βρει την τύχη του». Μοναχός αυτός ετόλμησε να αψηφήσει τον παππού Μηνά και να πάει στην Κρήτη, να γνωρίσει τους συγγενείς κι εκεί, από όσα είδε, άκουσε και έμαθε, το παράδειγμα του ξεδέρφου του Γιώργου Παρλαμά βρήκε να θαυμάσει.
Ο Γιώργος έφυγε μακριά από τους δικούς του, για να μη καταντήσει δάσκαλος στην Κρήτη. Πήγε στην Αλεξάνδρεια και βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Ωραία έγραφε, το σαράκι της αμφισβήτησης είχε μέσα του, επαναστατικό πνεύμα είχε, σύντομα έγινε αρχισυντάκτης και διευθυντής. Και μετά; Και μετά, ο εκδότης και ιδιοκτήτης του φύλλου του προξένεψε τη θυγατέρα του. Και δεν την πήρε; Δεν την ήθελε, διότι είχε αγαπήσει την ξαδέρφη της. Αυτήν πήρε. Μαζί της πήρε και των ομματιών του, επέστρεψε στην μεγαλόνησο και έκανε ό,τι ακριβώς είχε τρέξει να ξεφύγει: δίδασκε. Καλά λένε ότι δεν ξεφεύγεις απ’ τον εαυτό σου όσο γρήγορος κι αν είσαι...


-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Λέλα, Λέλα, ζεις ένα όνειρο ή πράγματι μνηστεύεσαι έναν τέτοιο λεβέντη;»

-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Λειώνω Μεγαλοδύναμε. Το παράστημα! Τι ομορφιά! Τι αέρας!»
-Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Χρήστος την δούλην του Θεού Ευαγγελίαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Το χέρι μου κρατά μόνο κι ανατριχιάζω. Θέλω να μ’ αγκαλιάσει σφιχτά- σφιχτά, να μη μ’ αφήνει.» -Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Η κολώνια του μυρίζει έτσι μεθυστικά, ή το κορμί του;»

-Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Κοίτα τους γονείς και τις αδελφούλες μου, καμάρι! Δεν μπορείς, Χριστέ μου, να δώσεις μια τέτοια τύχη και σε εκείνες;»
-Αρραβωνίζεται η δούλη του Θεού Ευαγγελία τον δούλον του Θεού Χρήστον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...
«Τι θα μου ζητήσεις άραγε, Κύριε, για το μεγάλο δώρο που μου έκανες;»

Ο Χρηστάκης είχε αφεθεί στο μυστήριο που γινόταν στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού των Τσακίρηδων. Σαν έφτασαν όμως στο Σπόρτινγκ, η καρδιά του άρχισε και πάλι να φτερουγά καθώς έψαχνε δεξιά- αριστερά με το βλέμμα τον συνεταίρο του. Κρατώντας τη Λέλα απ’ το χέρι σφιχτά, περνούσε από κάθε τραπέζι να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους, να δεχτούν ευχές και δώρα. Ο Μουσταφά δεν φαινόταν πουθενά. Μπήκε προς το τέλος της δεξίωσης, μόνος. «Συγχώρεσέ μας» του είπε «καθυστερήσαμε. Η Εσρά λιποθύμισε καθώς βγαίναμε από το σπίτι και της λέγαμε για τις χαρές σου. Ως να συνεφέρει, είδαμε και πάθαμε. Φαίνεται πως περιμένει κι άλλο παιδί.»

Thursday, August 09, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (6-β)

Ο Μηνάς Τσακίρης ο νεώτερος, ο εγγονός του Μηνά Τσακιράκη δηλαδή, νυμφεύθηκε με προξενιό το οποίο στην ουσία προκάλεσαν οι γονείς της Αριστέας. Το γεγονός ότι δεν ερωτεύτηκε ποτέ, του έδινε υπομονή μέχρι τον γάμο και μετά απ’ αυτόν. Ο επόμενος στη σειρά, ο Γιάννης, είχε τη φρόνηση ν’ ακούσει τον πατέρα του. Περίμενε ώσπου τα κορίτσια του διπλανού αρχοντικού, της οικογένειας Μαυροφρίδου, να μεγαλώσουν, κι εκείνος να επιλέξει την ωραιότερη. Διάλεξε τη φρονιμότερη Σοφία και δεν το μετάνιωσε.
Ο Αλέξανδρος προσπέρασε τον προηγούμενό του Θεόδωρο και ζήτησε από τον πατέρα του να ευλογήσει τον γάμο του με τη θυγατέρα του παιδικού του φίλου (και συνονόματού του) Νικολάου Λαμπρίδη, τη Βαρβάρα, πριν προλάβει άλλος να ανακαλύψει τα χαρίσματά της. Ο Θεόδωρος, ουδόλως διαμαρτυρήθηκε. Η δική του αγαπημένη Χριστίνα Μακίδου είχε τρεις μεγαλύτερες αδελφές και θα χρειαζόταν καιρός πριν ανταλλάξουν κάτι περισσότερο από μακρινά βλέμματα και χαμόγελα.
Και ενώ οι μεγαλύτεροι ήταν προβλέψιμοι, οι δυο μικροί φανήκαν ασυγκράτητοι. «Ανδρα θέλω τώρα τον θέλω» φώναζε η μητέρα τους γελώντας. Κεραυνοβόλος ο έρως του Γιώργη για την Αφεδρία Αλεξοπούλου, κεραυνοβόλος, λέει, και του Χρηστάκη τώρα. Και ο μεν Γιώργης είχε έτοιμο το δικό του σπίτι στα Τράσσα όπου έμεναν προσωρινά ώσπου να κατασκευαστεί το προικώον της Αφεδρίας, της οποίας οι γονείς είχαν καταληφθεί εξαπίνης. Ο Χρηστάκης όμως πού θα έμενε;
-Θα βρω, θα νοικιάσω, θα αγοράσω, κάτι θα σκεφτώ καλέ μαμά! Μη φέρνεις την καταστροφή, πια!
«Γι’ αυτό τα λεν παιδιά. Επειδή σε παιδεύουν όσο υπάρχεις και υπάρχουν» έλεγε η Λυδία Τσακίρη ξεφυσώντας απ’ τη ζέστη και την ένταση («πες το σουκουλμά να σε καταλαβαίνουμε» της έλεγε ο Νικολός πειράζοντάς την για το ελλαδίτικο λεξιλόγιό της). Συν τοις άλλοις έπρεπε να τρέχει ολημερίς από τον Φασουλά, όπου ήταν το σπίτι της φαμίλιας, στα Τράσσα. Ο Γιώργης είχε χωροθετήσει το δικό του με μέγιστη πονηριά, ώστε να είναι και κοντά και μακριά απ’ τους γονείς του. Εκεί οι τρεις τους με την Αφεδρία είχαν εγκαταστήσει το στρατηγείο των αρραβώνων. Που επέμεναν ότι μπορούν να γίνουν σε 14 μέρες, δηλαδή ανήμερα του Σταυρού! Σαν τα θαύματα να ήταν τόσο, μα τόσο κοινά και εύκολα…

Saturday, August 04, 2007

Χάρτινες μουσκεμένες σημαίες (6-α)

Εδώ είμαστε. Εννοείται πως το ταξίδι στη Σμύρνη βοήθησε πολύ στη συνέχεια του μυθιστορήματος. Ξαναπάμε, λοιπόν.

06 Χρηστάκης




Μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε στις τάξεις των υπηρετριών της Σμύρνης και ιδίως στα Τράσσα. «Αυτή είναι τύχη» έλεγαν οι Ελληνίδες μαθαίνοντας το προξενιό του Χρηστάκη Τσακίρη προς τη Λέλα Σινιόσογλου και τον επικείμενο αρραβώνα τους. «Φως στα μάτια μας» συμπλήρωναν οι μικρές Τουρκάλες που έλπιζαν ότι μια τέτοια τύχη θα περίμενε κι αυτές- όχι όμως με «γκιαούρη», για όνομα του Αλλάχ... Οι συνομίληκές τους Αρμενοπούλες, αισθητά λιγότερες μετά την περιπέτεια του 1896 οπότε κάποιοι έβαλαν βόμβα στην Οθωμανική Τράπεζα στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθησε απηνής διωγμός των Αρμενίων απ’ τον Σουλτάνο, έκλειναν ακόμη αυτές τις πληγές και δεν τολμούσαν να ονειρευτούν καθώς με τις πυρπολήσεις, τις ληστείες, τους σκοτωμούς, τις αγριότητες, είχαν απομείνει πιο φτωχές κι από πάμφτωχες. Μακάρι να ξημέρωνε μια λαμπρή μέρα για την καθεμιά τους, αλλά...
Οι Τσακίρηδες είχαν τόσα χρήματα που δεν τους ένοιαζε καθόλου η οικονομική κατάσταση των μελλοντικών τους συμπεθέρων. «Ε πώς, δα,» καυχιόταν η Μαργαρώ Σινιόσογλου στις φιλενάδες της στα Μορτάκια, «τον έχουμε κι εμείς τον τρόπο μας». Εν τω μεταξύ είχε δεχτεί με πολλή προθυμία να μη καθυστερούν τους γάμους ώσαμε να κεντηθούν τέσσερα ζεύγη σεντονιών, δύο τραπεζομάντιλα με 24 συνολικά πετσέτες, δυο λευκές πουκαμίσες για τους μελλόνυμφους και δυο νυχτικιές για την κόρη. Ο,τι δεν ζήτησε ο Χρηστάκης, θα το έδινε προίκα στον επόμενο γαμπρό, τέσσερα κορίτσια είχε, τι να λέμε τώρα; Ετούτο το αγόρι, πάντως, ήταν ανυπόμονο πολύ. «Το προέχον» της είπε «είναι να θέλουν η νύφη κι ο γαμπρός. Τα λοιπά, περιττεύουν, δόξα τω Θεώ». Και καλά, η Λέλα ήθελε και παραήθελε, μακαρίζοντας την εύνοια της μοίρας. Για κείνον ήταν το ερώτημα ολωνών. Πώς δηλαδή την ξεχώρισε;
Οι οδηγίες που είχε λάβει η Αφεδρία ήταν σαφείς. Αν άνοιγε το στόμα της, αν ξεστόμιζε μια κουβέντα έστω, η μικρή όμορφη Εσάτ κινδύνευε σοβαρά. Κανένας Τούρκος δεν θα πίστευε ότι μονάχος ξελογιάστηκε ο Χρηστάκης, κανένας άντρας γενικώς, όλοι θα κράταγαν επιφυλάξεις για τη στάση της κοπέλας που, αν και αθώα περιστερά, θα κατέληγε σαν την τρυγόνα στα δίχτυα του θανάτου.
«Την αγάπησε τη Λέλα» έλεγε σ’ όλες και όλους η κουνιάδα του, «πού το περίεργο;» Πουθενά αν δεν υπολόγιζες πως ελάχιστες φορές είχαν συναντηθεί σε δημόσιες εκδηλώσεις κι αυτές ο νέος δεν της είχε ρίξει έστω μια ματιά. «Δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί» απαντούσε η Αφεδρία όταν τη στρίμωχναν και ρωτούσαν πώς και δεν είχε δείξει ποτέ να θέλει κάποια επαφή με τη μέλλουσα μνηστή του. Τώρα ήταν. Τόσο έτοιμος ώστε να πιέζει να γίνουνε οι αρραβώνες αρχές του Σεπτέμβρη, ενώ ακόμη η Σμύρνη βρισκόταν σε διακοπές. Δεν άκουγε τις σώφρονες επιφυλάξεις του αδελφού του για το πόση επιτυχία θα είχε μια βιαστικά οργανωμένη τελετή. Υπολόγιζε πως αν αρραβωνιαζόταν αρχές του φθινοπώρου θα μπορούσε να κάνει τους γάμους του πριν από τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων. Υποχώρησε μονάχα όταν η μητέρα τους του θύμισε πως είναι γρουσουζιά να παντρεύονται δυο αδέλφια τον ίδιο χρόνο. «Γιατί δεν το ‘λεγες λεβέντη μου νωρίτερα, να γίνει ο γάμος σου με του Γιώργη μαζί; Τώρα αδύνατον.» Ας είναι. Θα περίμενε. Μήπως για ένα φάσμα γυναίκας δεν τα έκανε όλα;

Friday, July 20, 2007

Τα σμυρνέικα τραγούδια ποιος σου τα 'μαθε;

Κορδελιό, Πούντα, όρος Πάγος, Βουρλά, Μπουρνόβας, Αλάτσατα. Ονόματα μυθικά στο οικογενειακό πάνθεον. Η γη της Ιωνίας, φιλόξενη, καρπερή, θερμή. Τόσο που να καταλαβαίνεις την απελπισία των προσφύγων όταν έφταναν στη λεπτόγεω Αττική και στην παραμελημένη ύπαιθρο της Ελλάδας.
Ελληνικά τραγούδια στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου. Η Σααντέτ τα ακούει για πρώτη φορά. Ούτε ελληνικά ξέρει. Της αρέσουν, αλλά δεν είναι στο αίμα της. Και ξαφνικά, το «Σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία» σπάει τη νυχτερινή σιγαλιά. Την ξετρελαίνει. Θα εκπλαγεί όταν της πω ότι το τραγούδι είναι μικρασιάτικο. Εχει γραφτεί, όπως φαίνεται, στο DNA της.

Ογδόντα πέντε χρόνια είναι πολλά και επιτρέπουν στις πληγές να κλείσουν. Ωστόσο, πάντοτε μερικές μένουν ανοιχτές. Οπως όταν περνάς από την παραλία της Σμύρνης, το θέατρο του «συνωστισμού». Εκεί επάνω επί μια βδομάδα 100.000 άνθρωποι ζούσαν και πέθαιναν, μέχρι να τους παραλάβουν τα βαπόρια. Οπως κοιτάς την προκυμαία από το Κορδελιό, αυτός ο χώρος μιας τεράστιας τραγωδίας του μικρασιατικού ελληνισμού, μοιάζει μικρός. Κι όμως, χώρεσε ατέλειωτο πόνο, δάκρυ, αγωνία, θάνατο.
Η υποδοχή τους είναι βασιλική, το ίδιο και η φιλοξενία τους. Η ελληνίδα γιαγιά, μας ενώνει. Οταν φτάνουμε στο χωριό, δέκα χιλιόμετρα έξω από το Αϊντίνι, μαθαίνουμε λεπτομερώς την ιστορία που ξέραμε λιγότερο αναλυτικά: η Ελένη, μεγάλη αδερφή της γιαγιάς Βασιλείας, έμεινε πίσω όταν έφυγαν οι Ελληνες. Πήγε μέχρι τα καράβια, αλλά γύρισε. Δεν ξέρουν γιατί. Συμπεραίνουμε πως, επειδή ήταν παντρεμένη και είχε ένα χρονιάρικο παιδί, είτε περίμενε τον σύζυγό της να επιστρέψει από τον πόλεμο, είτε θεώρησε πως θα γύριζαν και πάλι πίσω οι υπόλοιποι, όπως είχε συμβεί τόσες και τόσες φορές κατά το παρελθόν. Ισως και να είχε ήδη σκοτωθεί ο σύζυγός της, και να έμεινε εκεί όπου ήταν ο τάφος του.
Μετά, κάποιος Τούρκος την έριξε σε ένα πηγάδι να πεθάνει, αλλά την έσωσαν άλλοι Τούρκοι. Το παιχνίδι της μοίρας: η Ελένη ήταν νοσοκόμα. Της φέρνουν μισοπεθαμένο τον Τούρκο που την έριξε στο πηγάδι κι εκείνη τον σώζει. Οταν ανοίγει τα μάτια του εκείνος, τρομάζει. «Εγώ σε έριξα στο πηγάδι για να πεθάνεις κι εσύ μου έδωσες ξανά ζωή» της λέει. Από εκεί και πέρα, την αφήνουν στην ησυχία της.
Μετά από ένα- δυο χρόνια, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έρχεται από την Πρέβεζα ο Εκρέμ. Είναι τίμιος και κάνει γρήγορα τους υπολογισμούς στο ζύγι. Τον προτιμούν όλοι, αρχίζει και πλουτίζει, είναι η στιγμή να κάνει οικογένεια. Του μιλούν για την Ελληνίδα με το παιδί, που έχει ξεμείνει. Λέει πως θα την παντρευτεί, αν εκείνη γίνει μουσουλμάνα. Γίνεται. Παντρεύονται και κάνουν δύο κόρες κι ένα γιο- τα παιδιά αυτών των παιδιών συναντήσαμε εμείς.

Η γιαγιά Ελένη- πλέον Χαϊριγιέ- και ο παππούς Εκρέμ μιλούν μεταξύ τους ελληνικά, όμως σταματούν όταν φτάνουν τα εγγόνια, για τον φόβο των Ιουδαίων. Δεν θέλουν να επισύρουν την προσοχή, γιατί, μετά το πηγάδι, δεν θέλουν εχθρούς. Ετσι, τα αγόρια δεν μιλούν ελληνικά, εκτός από κάποιες φράσεις που άκουγαν συχνά από τη γιαγιά. Η κυριότερη: «πού είσαι»;
Στο μεταξύ, η γιαγιά Βασιλεία ψάχνει μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και προσφυγικών οργανώσεων να βρει την Ελένη, πλην εις μάτην. Ρωτάει όλους τους αθλητές που έρχονται με τουρκικές ομάδες αν έχουν δει κάποια σαν εκείνην, μόνο με μια ελιά εδώ (στο μάγουλο). Ολοι απαντούν αρνητικά. Οι δικοί της την κοροϊδεύουν. Μετά από πολλά- πολλά χρόνια, κάποιος της απαντά ότι ναι, έχει δει μία σαν εκείνην, με μια ελιά στο μάγουλο. Είναι, πράγματι, η αδελφή της.
Πηγαίνει στο χωριό και τη συναντά. Εκείνη, ανάμεσα σε άλλα, της ζητά «λουλούδια από τον επιτάφιο, αλλά να μη τα δει ο Τούρκος και φωνάζει». Υστερα από λίγο, πεθαίνουν και οι δύο, με ελάχιστα χρόνια διαφορά. Τα εγγόνια τους, αλληλογραφούμε. Και, αποφασίζουμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι.
Τους αποχαιρετούμε με συγκίνηση. Φτιάχνουν μαρμελάδα βύσινο, γλυκειά και αψιά, σαν τη σχέση που μας δένει. Εμείς, απόγονοι Ελλήνων από το Αϊντίνι και την Αδριανόπουλη, κι εκείνοι, παιδιά μιας Ελληνίδας από το Αϊντίνι και ενός Τούρκου από την Πρέβεζα.
«Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!»





Get this widget | Share | Track details

Sunday, July 15, 2007

Σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία




Πρώτες εντυπώσεις από τη γη της Ιωνίας, φωτογραφικές. Να μαζέψω το μυαλό και την καρδιά, και συνεχίζουμε!

Thursday, July 05, 2007

Οι Ετρούσκοι ήταν Σμυρνιοί

Επτά πόλεις έριζαν για την καταγωγή του Ομήρου και αρκετές για την καταγωγή των Ετρούσκων. Ανάμεσά τους και η δική μας πόλη- κράτος της Λήμνου, η οποία, ωστόσο, έφτασε μεν στη βρύση, αλλά νερό δεν ήπιε. Όπως έδειξαν οι νεώτατες έρευνες των επιστημόνων, με βάση το DNA, οι Ετρούσκοι κατάγονταν από τη σημερινή Μικρά Ασία.
Γνωρίζαμε αρκετά από αυτούς, όπως ότι ήταν ο λαός που έδωσε στην ανθρωπότητα τη λέξη «πρόσωπο», την ονομασία της Ρώμης, αλλά και το σύμβολο που χιλιετίες μετά χρησιμοποίησε ο φασισμός ως δικό του, εκείνοι που είχαν πρώτοι κόψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και χρησιμοποίησαν τους υπαίθριους ή στεγασμένους πάγκους για την πώληση των εμπορευμάτων τους. Ο Ηρόδοτος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, δεν φείσθηκαν πληροφοριών για εκείνους.
Ποια όμως ήταν η καταγωγή τους; Αυτό μας διέφευγε μέχρι τώρα, αν και υπήρχαν κάποιοι που διατείνονταν ότι ίσως και να κατάγονταν από τη Λήμνο-και όχι τυχαία. Η ιταλική αρχαιολογική σχολή, η οποία δραστηριοποιείται εκεί, είχε αρκετές ανασκαφικές ενδείξεις για την παρουσία τους στο νησί. Όπως αποδεικνύεται, η Λήμνος ήταν πέρασμα στον δρόμο τους προς την Ιταλία.
Η έρευνα έγινε με δείγματα γενετικού υλικού (DNA) το οποίο ελήφθη από κατοίκους στην περιοχή της Τοσκάνης και της Ούμπριας οι οποίοι μένουν εκεί για περισσότερες από τρεις γενιές. Αποδείχθηκε πως τις μεγαλύτερες συγγένειες δεν τις είχε με το γενετικό υλικό κατοίκων της Ιταλίας, αλλά με το DNA κατοίκων στην περιοχή της Σμύρνης, στη σημερινή Τουρκία.
Η έρευνα, βασίστηκε στο χρωμόσωμα Y το οποίο μεταφέρεται από πατέρα σε γιο, ενώ μια άλλη έρευνα στηρίχθηκε στο μιτοχονδριακό DNA, το οποίο πηγαίνει από μητέρα σε κόρη. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη για τους Ανθρώπινους Γενετικούς Κώδικες που έγινε το Σαββατοκύριακο στη Νίκαια.
Τα πρώτα ίχνη του πολιτισμού των Ετρούσκων στην Ιταλία εντοπίζονται το 1200 π.Χ. Είναι, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνοι που εισήγαγαν τις άμαξες στη νέα τους χώρα. Η γλώσσα τους διέφερε πολύ από οποιαδήποτε άλλη διάλεκτο της Ιταλίας και όλοι έψαχναν τους πιθανούς τόπους καταγωγής τους μέχρι προχθές.
Οι Ετρούσκοι δημιούργησαν σπουδαία τέχνη. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα τους παρουσιάζονται σήμερα σε ιταλικά μουσεία, ιδίως της Ρώμης, αλλά και σε μεγάλα διεθνή μουσεία.
Ένα μεγάλο μυστήριο της αρχαιότητας λοιπόν λύνεται χάρη στη συνεργασία της Αρχαιολογίας με άλλες επιστήμες, κάτι που ολοένα και περισσότερο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, προς όφελος όλων.


Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου κ. Λάμπρο Φ. του οποίου ο πατέρας ήταν από τον Βουτζά και η μητέρα από το Αϊβαλί- τους τόπους αυτούς με έστειλε να χαιρετήσω τώρα που πηγαίνω προς τα εκεί, και θα το κάνω. Λεπτομέρειες άμα τη επιστροφή μου, σε δέκα μέρες.


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια