Sunday, March 11, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (11)

Τέλειωσε και το τέταρτο κεφάλαιο. Να είμαστε καλά, να συνεχίσουμε- από εβδομάδα.



Μία ολόκληρη εβδομάδα έψαχνε η Ασπασία Καραγεώργη ολάκερη την πόλη, να βρει δώρο αντάξιο για γιο τέτοιου φίλου και τέτοιου πελάτη. Τελικά επέλεξε ένα σερβίτσιο από φίνα πορσελάνη των Σεβρών, με ασυνήθιστα σχέδια και χρώματα. Λευκή βάση, κατάστικτη από πράσινα φύλλα και μοβ- σε όλες τις αποχρώσεις- λουλούδια νούφαρων. Ευχαριστημένη πολύ, καταπιάστηκε να ετοιμάσει τις αποσκευές της Δόμνας που σε αυτό το διάστημα είχε γίνει η σκιά του εαυτού της. Ως μάνα κατάλαβε πως κάτι την έτρωγε, αλλά ερμήνευσε τα σημάδια λάθος, θεωρώντας ότι το παιδί της στενοχωριέται καθώς βλέπει να παντρεύεται κι ο τελευταίος νεανικός της φίλος, κι εκείνη να μένει μονάχη. Σκέφτηκε πως το ταξίδι θα της έκανε καλό και συμβούλεψε τον αμαξηλάτη, άνθρωπο έμπιστο και αφοσιωμένο, να σταματά σε κάποια μέρη αν του το ζητήσει η επιβάτις του, για όσο πει.
Τρεις μέρες έκαναν να φτάσουν ως τη Σμύρνη. Δεν έφταναν ούτε να της αλλάξουν τη διάθεση ούτε και να τη βοηθήσουν να συνέλθει. Οταν είδε στον καθρέφτη του δωματίου της πώς είχε καταντήσει, πείσμωσε. Κλείστηκε μέσα στο ξενοδοχείο Κραίμερ ως να αλλάξει η όψη της και σταμάτησε να κλαίει, εφόσον γνώριζε πως αυτό την έβλαφτε ποικιλοτρόπως. Ενα ωραίο πρωί σηκώθηκε αποφασισμένη και, παρά την αφόρητη αυγουστιάτικη ζέστη, πήρε τη λευκή της ομπρέλα, φόρεσε ρούχο κλειστό για να μη καεί από του ήλιου τα φιλήματα και περιηγήθηκε την αγορά κρυμμένη, καλού- κακού, πίσω από ένα πυκνό βέλο. Εντόπισε εύκολα το εμπορικό των Τσακίρηδων και βεβαιώθηκε πως εκείνος ήταν μέσα, δεν βρίσκονταν στις εξοχές. Αποσύρθηκε ξανά στο ξενοδοχείο της μέχρι το απομεσήμερο, τότε που η πόλη άρχιζε να σηκώνεται από τον ενδιάμεσο ύπνο.
Εμφανίστηκε στο κατώφλι του μαγαζιού γεμάτη θυμό και παράπονο, τα οποία όμως έκρυβε επιμελώς πίσω από ένα προσωπείο υπερηφάνειας και, ελαφρώς, ακαταδεξιάς. Ενας από τους παραγιούς σκοτώθηκε να την εξυπηρετήσει. Ζήτησε τον Γιώργη, την έβαλαν να καθίσει, περίμενε. Εμφανίστηκε, αγουροξυπνημένος, έχοντας πλύνει όπως- όπως τα μούτρα του στο λαβομάνο. Πετάχτηκε. «Προδότη! Προδότη!» Έτσι έλεγε το μέσα της. Εξωτερικά, τίποτα. Εκείνος ταράχτηκε βλέποντάς την. Είχε αδυνατίσει (αλλά της πήγαινε) το βλέμμα της είχαν χάσει τη γλύκα του, τον κοιτούσε με αυστηρότητα, έχοντας πεισματικά τα μάτια στυλωμένα στη μορφή του. Ο αναίσθητος! Το κτήνος! Το τέρας! Ο αγαπημένος, ο άθλιος...
Ο Γιώργης κατάλαβε αμέσως την αλλαγή στη διάθεσή της. Χαμογέλασε δειλά, κρατώντας πάντα χαμηλά το κεφάλι, προσπαθώντας να της επιβληθεί, να της υποσχεθεί χωρίς να υπόσχεται, να αποσοβήσει τη σκηνή που ερχόταν. Κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Πήρε το χέρι της, (του το άφησε άτονα) το φίλησε ψυχρά, σαν να έβλεπε μια κυρία του καλού κόσμου την οποία ελάχιστα γνώριζε, την ικέτευσε με την έκφραση του προσώπου του να μη κάνει σκάνδαλο. Δεν χρειαζόταν. Η Δόμνα, μεγαλοπρεπής, έκανε νεύμα στον αμαξά να φέρει την τεράστια κούτα με το σερβίτσιο. Την απίθωσαν σε κάποιο τραπέζι, η Δόμνα του ευχήθηκε για τον γάμο του, όλοι θαμπώθηκαν από το σπάνιο δώρο, καλοτύχισαν τον γαμπρό για τους φίλους του. Ζήτησε να φέρουν κεράσματα, μα η κοπέλα με ένα αρνητικό νεύμα σηκώθηκε. Επρεπε να φύγουν. Χαιρετήθηκαν. Εκείνη σοβαρή, εκείνος μάλλον ανακουφισμένος από την τροπή των πραγμάτων. Ολα πήγαν καλά, λοιπόν. Ομως- πώς έγινε;- το παραπαίδι του αμαξά έκανε μια αδέξια κίνηση, τράβηξε το κουτί, το αναποδογύρισε στο πάτωμα, φύγανε τ’ άχυρα που το προστάτευαν και το σερβίτσιο έγινε θρύψαλα. Πάγωσαν. Εκτός από τη Δόμνα, που το είχε σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια, να φανεί σαν ατύχημα, μα ο Γιώργης να ξέρει.

Sunday, March 04, 2007

Οπως και αν λέγεσαι (10)

Είμαστε στη συνέχεια του κεφ. 4. Δεν κλείνει εδώ. Θα πάμε και παρακάτω.
«Σαν τον κλέφτη ξεγλύστησες Γιώργη Τσακίρη» λέει τώρα μέσα της η Δόμνα. «Σαν τον κλέφτη». Μέχρι τώρα εύρισκε χιλιάδες προφάσεις, να τον δικαιολογήσει. Ναι, είχε να πατήσει το πόδι του στην Αδριανούπολη από τον περασμένο Μάρτιο- και τι μ’ αυτό; Ισως να μην είχε δρομολόγιο. Ισως πάλι να μην έμαθε πως ο πατέρας της είχε αφήσει το χάνι και άνοιξε ξενοδοχείο και τριγυρίζει ψάνοντάς την. Σε ποιον πουλάει, άραγε, τις ψευτοπαρηγόριες; Ανάθεμα τη στιγμή που πίστεψε στην αγάπη, που τη ζήτησε, που την βρήκε, που έχασε τη ζωή της. Δεκαπέντε χρονών τον είδε και τον ερωτεύτηκε, με αποκοτιά γύρεψε το φιλί, την αγκαλιά του, με αφροσύνη του δόθηκε λίγο μετά.
Ο πατέρας της λέει πως για όλες τις τολμηρές επιλογές της φταίνε οι δασκάλες της, και πιο πολύ η Καλιρρόη Σιγανού. Εκείνη που τους έλεγε να μη παντρεύονται χωρίς έρωτα, να δουλεύουν για να μην έχουν ανάγκη κανέναν, να ξανοίγουν τον νου τους πέρα από το πλέξιμο, το κέντημα, τη γειτονιά, την ενορία, την πόλη. Δεν είναι δικό τους το φταίξιμο. Ξέχασε πως κι η μάνα της το ίδιο ατίθαση ήταν. Με τον γάμο ημέρωσε, αν και όχι εντελώς. Καλή- καλή και υποτακτική, όταν όμως η Δόμνα δήλωσε πως θέλει να σπουδάσει δασκάλα, πάτησε πόδι στον Πασχάλη που αρνιόταν σθεναρά και την ίδια την ορμήνεψε όχι μονάχα να επιμείνει, μα να σταματήσει να τρώει για να πιάσουν τόπο οι διαμαρτυρίες της. Τα κατάφεραν. Σπούδασε. Κι έπειτα; Δούλεψε μία- δυο χρονιές και σταμάτησε. Τυπικά επειδή ο κύρης της δεν ήθελε να τριγυρίζει, κορίτσι πράγμα, στις γειτονιές ασυνόδευτη. Στην πραγματικότητα γιατί δεν ήθελε ο Γιώργης της. Ζηλεύει, κολακευόταν μέσα της. Υποχώρησε. Επέστρεψε στο χάνι του πατέρα της.
Εκεί τη συναντούσε μια ή δυο φορές στο δίμηνο, όταν περνούσε σε κάποιο από τα δρομολόγια που έκανε στη Θράκη για δουλειές. Εμενε τρεις με πέντε μέρες και ξανάφευγε. Νωρίς το βράδυ ξεπόρτιζε, λέγοντας στον Πασχάλη ότι πάει στο Κάραγατς, όπου γλεντούσε η χρυσή νεολαία της εποχής στα καφενεία, τα μπαρ, τους οίκους ανοχής, τις χαρτοπαικτικές λέσχες. Δεν τον άφηνε να στείλει μαζί του τον δικό του αμαξά, «να μη σε βάζω σε κόπο» έλεγε στερεότυπα. Θα έπαιρνε αμάξι από την πλατεία. Πήγαινε ως εκεί και γύριζε με χίλιες προφυλάξεις. Τρύπωνε στην κάμαρα της Δόμνας και ανέμενε ως να τελειώσει το δείπνο με την οικογένειά της. Υστερα εκείνη αποσυρόταν, όπως συνήθιζε.
Καρδιοχτύπησαν αρκετές φορές αυτά τα δεκαπέντε χρόνια από θορύβους στον διάδρομο ή καλέσματα της Δόμνας μες στη νύχτα. Τότε ο Γιώργης κρυβόταν, με την ψυχή στο στόμα πάντοτε. Ηταν τυχεροί. Αν κι επανειλημμένα κινδύνεψαν να τους ανακαλύψουν, γλύτωναν χωρίς απώλειες. Αυτό ήταν και το μόνο πρόβλημα στην προφυλαγμένη σχέση τους, τη χωρίς διακυμάνσεις. Τον αγαπούσε, τον λαχταρούσε, τον περίμενε. Ηλπιζε πώς κάποτε θα της ζητούσε να γίνει γυναίκα του, απλώς δεν είχε έρθει η ώρα. Δεν τα είχε μετρήσει καλά.

Εφερνε, έπαιρνε, άκουγε, κοίταζε, σαν αυτόματο. Παρακαλούσε να νυχτώσει, να διαβούν οι ώρες, να αποσυρθεί στην κάμαρά της χωρίς να κινήσει υποψίες. «Τι συμβαίνει μοναχοθυγατέρα μου;» τη ρώτησε ο πατέρας της «εσύ είσαι κάτασπρη». Μάσησε τα λόγια της. Τάχα την πείραξε η ζέστη- κάθε καλοκαίρι δεν είναι κάπως αδιάθετη; Την έστειλε να ξαπλώσει σίγουρος πως έχει κάποια από τις απροσδιόριστες όσο και μυστηριώδεις γυναικείες ασθένειες, οι οποίες, κατά βάση, έχουν σχέση με τα νεύρα. Την αγαπούσε τόσο ώστε ξεχνούσε τον σεβντά του που του έδωσε ο Θεός μονάχα ένα παιδί, κι αυτό κορίτσι. «Μωρέ κάνει για πέντε άνδρες» σκέφτηκε.
-Πατέρα, γύρισε εκείνη και του είπε, δεν θα στείλουμε ένα δώρο στον νιόπαντρο; Λέω να το πάω αυτοπροσώπως.
Κατένευσε. Να, για κάτι τέτοιες ιδέες της τη λάτρευε τόσο. Βέβαια και έπρεπε να στείλουν ένα δώρο τρανό. Και καλύτερα να το πήγαινε η ίδια, να ξεσκάσει.
Η Δόμνα διέσχισε ανέβηκε τις σκάλες με βιασύνη. Μπήκε στο δωμάτιό της, κλείδωσε την πόρτα, έπεσε στο κρεβάτι μπρούμυτα και έκλαψε όσο δεν είχε κλάψει ποτέ, μα ποτέ στη ζωή της.


ask2use.com: Μόνο αποσπασματική αντιγραφή
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η πληρωμή
ask2use.com: Επιτρέπεται η κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή χωρίς άδεια